Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Για το Αμάρτημα της μητρός μου

Ο αφηγητής και η μητέρα του είναι τα μόνα πρόσωπα με αφηγηματικές λειτουργίες στο κείμενο. Τα υπόλοιπα πρόσωπα αποτελούν απλώς σημεία αναφοράς, σημάδια ότι υπάρχει κοινωνία και οικογένεια. Έτσι, η δυαδική αφηγηματική δομή προσφέρει δύο δυνατότητες εισόδου: από την οπτική γωνία του αφηγητή ή από την οπτική γωνία της μητέρας…
… η οπτική γωνία της μητέρας παραμένει αμετάβλητη καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ενώ η οπτική γωνία του αφηγητή μεταβάλλεται, καθώς κατανοεί καλύτερα τόσο τι έχει συμβεί όσο και από ποια αίτια διέπεται η συμπεριφορά της μητέρας. Η μεταβολή της οπτικής γωνίας του αφηγητή υποβοηθείται από τη μεγάλη διάρκεια της αφήγησης και από το γεγονός ότι αυτός δεν αφηγείται από ένα ορισμένο χρονικό σημείο αλλά παρακολουθεί τα γεγονότα αφηγούμενος ταυτόχρονα, από μικρό παιδί έως ώριμος άνδρας.

Το διήγημα, ήδη από την πρώτη του σελίδα, προσδιορίζει τα αντιθετικά ζεύγη που θα καθορίσουν το νόημα: το πρώτο ζεύγος, ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός· το δεύτερο, το κορίτσι και τα αγόρια· το τρίτο, ο νεκρός (πατέρας, που τα ρούχα του ντύνουν τα αγόρια) και οι ζωντανοί (μητέρα και παιδιά)· το τέταρτο, το συναίσθημα ή η πρόθεση (η αδέκαστος ενδόμυχος στοργή της μητρός) και οι πράξεις, που φυσικά γεννούν ζηλοτυπίες· το πέμπτο, η γνώση και οι απορίες. Τα πέντε αυτά ζεύγη θα οροθετήσουν την αναζήτηση του νοήματος, τον προσδιορισμό δηλαδή του αμαρτήματος, που προεξαγγέλεται ήδη με τον τίτλο του διηγήματος.

                                        Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης.

Οι περιγραφές στο Βιζυηνό


Τι λειτουργίες καλύπτουν οι περιγραφές μέσα στο αφηγηματικό έργο του Βιζυηνού; Ασφαλώς θα ήταν λάθος να τις αντιμετωπίζουμε σαν διακοσμητικές παρενθέσεις ή, τουλάχιστο, σαν συνειδητά ξεστρατίσματα προορισμένα να καθυστερήσουν για λίγο την αφήγηση… έχουμε λοιπόν να κάνουμε όχι με παρέμβλητα «ξένα σώματα», αλλά με οργανικά μέρη του κειμένου και της αφήγησης. Ο ρόλος τους είναι πολλαπλός: να συμπληρώνουν τα κενά, να δημιουργούν αντιθέσεις, να εντείνουν τις δραματικές καταστάσεις, να στήνουν μυστικές γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους και τα πράγματα.

            Παν. Μουλλάς, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ.Μ.Βιζυηνός», Αθήνα, 1980

Η χρήση του αυτοβιογραφικού στοιχείου στο Βιζυηνό


Πραγματικά, πέρα από την πρώτη ύλη του βιώματος, αρχίζει η τέχνη της αφήγησης και της πλοκής. Γιατί ο Βιζυηνός δεν περιορίζεται στο αυτοβιογραφικό στοιχείο. Χρησιμοποιεί συνήθως το πρώτο πρόσωπο, επειδή του χρειάζεται «ένας τρόπος εκφραστικής αμεσότητας, ένας τρόπος προσωπικής συναισθηματικής συμμετοχής». Μα σκοπός του δεν είναι να αυτοβιογραφηθεί και να αφηγηθεί τα ατομικά του παθήματα και τα παθήματα της οικογένειάς του, αλλά να συνθέσει έργα ικανά να δώσουν μια εικόνα του ανθρώπινου δράματος, όπου ο μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα να κινούνται και να συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου. Ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί η δραματική πυκνότητα και οι επεμβάσεις της μοίρας, που φέρνουν τους χαρακτήρες αντιμέτωπους, καθώς από το ένα, το αρχικό μοιραίο γεγονός προκύπτουν στη συνέχεια άλλες δραματικές συνέπειες, με αντίχτυπο πάνω σε όλους.

       Κώστας Στεργιόπουλος, Περιδιαβάζοντας, Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας μας.


Η καταφυγή του σε αυτοβιογραφικό υλικό θα μπορούσε, επίσης, να αποτελεί εκδήλωση της προσπάθειάς του για διατήρηση κάποιων στοιχείων από το παρελθόν του και για την αναζήτηση ανάμεσα σ’ αυτά κάποιων βασικών στοιχείων της ύπαρξής του. Θα μπορούσε ακόμη να αποτελεί ένδειξη κάποιας πιθανής ευχαρίστησης του συγγραφέα να μιλά – έστω και χωρίς να το δηλώνει άμεσα – για τον εαυτό του, δηλαδή για τη ζωή του.
Πέρα, όμως, από όλους αυτούς τους λόγους της καταφυγής του Βιζυηνού σε αυτοβιογραφικό αφηγηματικό υλικό, την κυριότερη σχετική αιτία αποτελεί η ανάγκη του να διαθέτει η διήγησή του μια πραγματολογική διάσταση.

   Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Οι μύθοι της ζωής.

Ο Βιζυηνός και η γλώσσα

Τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι γραμμένα σε μιαν απλούστερη, σχετικά κομψή και – πράγμα παράξενο – σχετικά θερμή καθαρεύουσα…
Όχι σπάνια όμως η αφήγηση αποβάλλει και αυτόν το μετριοπαθή γλωσσικό καθωσπρεπισμό και πλησιάζει το λόγο της καθημερινής ζωής και πράξης…
Αυτό γίνεται κυρίως στα σημεία εκείνα που υπάρχει διάλογος. Και στα πεζογραφήματα του Βιζυηνού, στα οποία η  αφήγηση δεν είναι στατική, υπάρχει πυκνή δράση και συχνός διάλογος. Σε τέτοιες ακριβώς στιγμές είναι που η καθαρεύουσα παθαίνει καθίζηση και τα διάφορα πρόσωπα, κατά κανόνα απλοί άνθρωποι του λαού, εκφράζονται το καθένα με τη γλώσσα της δικής του καρδιάς και του δικού του περιβάλλοντος.
Παρατηρείται όμως και το αντίθετο φαινόμενο, τα λόγια δηλαδή των απλών ανθρώπων να ευπρεπίζονται «επί το καθαρότερον». Ωστόσο, και η γλώσσα αυτή έχει τη δική της γοητεία. Ίσως να οφείλεται τούτο στο ότι τα πεζογραφήματα του Βιζυηνού δεν εξαντλούνται μέσα στις περιγραφικές τους δυνατότητες, αλλά απλώνουν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Η αλήθεια των προσώπων, λοιπόν, δίνει στο τέλος αλήθεια και στη γλώσσα τους.
Πολλές φορές επίσης η γλώσσα του Βιζυηνού διανθίζεται με ευφυολογήματα που θυμίζουν πολύ έντονα το Ροίδη, χωρίς όμως να έχουν ούτε την τολμηρότητα των αντιθέσεων, ούτε το δηκτικό σαρκασμό εκείνου.

                                                                      Κ. Μητσάκης, Πορεία μέσα στο χρόνο.

Ο διηγηματογράφος Βιζυηνός



Ο Βιζυηνός, θεμελιώνοντας τη διηγηματογραφική του παραγωγή, δεν έχει κανένα νεοελληνικό πρότυπο μπροστά του, δε βρίσκει καμία παράδοση άξια να την πλουτίσει με τη δική του προσωπικότητα. Πρέπει ν’ αρχίσει από την αρχή. Μα έχει ήδη γνωρίσει ένα σωρό ξένα πρότυπα. Έχει ζήσει το ευρωπαϊκό κλίμα του τελευταίου τέταρτου του περασμένου αιώνα κι έχει παρακολουθήσει τη γενναία στροφή από το μυθιστόρημα το ρομαντικό προς το κοινωνικό και ψυχογραφικό μυθιστόρημα. Έχει συνεπαρθεί από τη δραματική μεγαλοφυιία του Ίψεν. Έχει νιώσει, τέλος, πως μια τέχνη καινούργια πλάθεται ολόγυρά του, όπου η εξωτερική περιπέτεια δε λογαριάζεται, όπου ο άνθρωπος παίζει τον πρώτο ρόλο. Η φιλοσοφική του σπουδή, από την άλλη μεριά, τον έχει συνηθίσει να προσέχει τα ψυχικά φαινόμενα, την κίνηση και την περιπέτεια την εσωτερική, της ψυχής, κι έτσι του είναι ευκολότερο να οικειωθεί το νόημα της νέας σχολής του μυθιστορήματος
                          
                                          Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, «Γεώργιος Βιζυηνός», Αθήνα 1959.

Η τραγικότητα στο “Αμάρτημα της μητρός μου”


Το στοιχείο της τραγικότητας  είναι εντονότατο στο διήγημα,  ένα διήγημα το οποίο  χαρακτηρίζεται για το ψυχογραφικό του χαρακτήρα, την έντονη δραματικότητα την σχεδόν επιστημονική διείσδυση στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.
  Ο ακούσιος  φόνος του μωρού της Δεσποινιώς( το πρώτο αμάρτημα στον ιστορικό χρόνο ) είναι το γεγονός το οποίο θα την καταστήσει εξ’ αρχής τραγικό πρόσωπο, μιας που η μοίρα την πλήττει με ένα οδυνηρότατο πλήγμα, το οποίο εκείνη ποτέ δε θα μπορέσει να ξεπεράσει. Το γεγονός του θανάτου του παιδιού της είναι από του τραγικό, αφού φέρνει τη μητέρα αντιμέτωπη με συμβάν αναπότρεπτο και δραματικό, το οποίο οι ψυχικές της δυνάμεις φαίνονται ανεπαρκείς να το αντιμετωπίσουν. Η “ύβρις” και η “τίσις” ορθώνονται μπροστά στα μάτια της, μιας που πιστεύει ότι η θεϊκή δικαιοσύνη λειτουργεί εκδικητικά : Ύβρις, αφού ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια σαν μητέρα και ήπιε, χόρεψε, μέθυσε και η Τίσις, ως τιμωρία, με τον ακούσιο φόνο.
  Το συναίσθημα της οδύνης και της ενοχής κυριεύει μετά από αυτό για πάντα τη ψυχή της, μέσα της παλεύει με διλήμματα που την οδηγούν σε τρομερές εσωτερικές συγκρούσεις, οι οποίες θα φανούν όταν αρρωστήσει και το δεύτερο κοριτσάκι, η Αννιώ, που γέννησε μετά το θάνατο του πρώτου παιδιού. Οι ενοχές της είναι πάνω από οποιαδήποτε άλλη λογική η συναίσθημα. Το τραγικό παιχνίδι της μοίρας, με την οποία συγκρούεται για άλλη μια φορά, την φέρνει μπροστά στη προοπτική της απώλειας, και του δεύτερου κοριτσιού της, την οποία η μητέρα θεωρεί θεϊκή τιμωρία. Αδιαφορεί εντελώς για τα άλλα παιδιά της, πληγώνοντας τα με τη στέρηση της μητρικής στοργής που εκείνα χρειάζονται. Διχάζεται τραγικά ανάμεσα σ’ αυτό που ξέρει πως έχει χρέος να κάνει ( αγάπη κ’ φροντίδα για τα άλλα παιδιά ) και σ’ αυτό από το οποίο ακούσια, δεν μπορεί να ξεφύγει : την επιλεκτική, σχεδόν ¨ψυχωτική¨ , εμμονή, στη φροντίδα της άρρωστης Αννιώς. Μέσα από αυτή τη στάση της διαβλέπουμε την τραγική αντιφατικότητα  της ανθρώπινης φύσης που πάντα παλεύει με δυνάμεις υπέρτερές της, με επιλογές και στάσεις ζωής που δεν μπορεί να αξιολογήσει ή να ιεραρχήσει εδώ η μητέρα ξέρει πολύ καλά ποιο είναι το καθήκον της, όμως είναι πάνω από τις δυνάμεις της να το επιτελέσει. Ο εσωτερικός αυτός διχασμός εντείνει τη τραγικότητά της. Η συντριβή και η ενοχή είναι το μόνιμο ψυχικό κλίμα της μητέρας, ενοχή διπλή και για τον ακούσιο φόνο του πρώτου μωρού και για την παραμέληση των άλλων παιδιών, η οποία αποτελεί ουσιαστικά ένα δεύτερο «Αμάρτημα» μετά το πρώτο.
 Αυτή η τραγική σύγκρουση και η πάλη της μητέρας προς τη μοίρα και τη θεία δικαιοσύνη έρχεται να μεταδώσει την τραγικότητα και στο μικρό Γιωργή. Ο μικρός γίνεται και αυτός τραγικό πρόσωπο αφού ταλαντεύεται ανάμεσα σε συγκρούσεις και διλήμματα: βλέπει τη μητέρα του να του στερεί την φροντίδα της όταν αρρωσταίνει η Αννιώ, ζηλεύει, αλλά νιώθει ενοχές γι’ αυτό -ξέρει πως πρέπει να δέχεται αγόγγυστα την ιδιαίτερη αγάπη της μητέρας του προς την άρρωστη μικρή αδελφή του- αυτό όμως δεν τον εμποδίζει από το να ζηλεύει, κάτι απόλυτα φυσικό για ένα μικρό παιδί. Οι συνεχείς εκφράσεις κατανόησης για τη μητέρα του ή στοργής προς την άρρωστη αδελφή του (που είναι δείγματα ενοχοποιημένου ψυχισμού), δεν τον εμποδίζουν να δηλώσει απερίφραστα το παράπονό του. Ο μικρός Γιώργης τραυματίζεται θανάσιμα από  την προσευχή  της μητέρας του (" χάρισέ μου το κορίτσι") και βεβαιώνεται ότι η μητέρα του δεν τον αγαπά! Συγχρόνως νιώθει τον θάνατο να τον καταδιώκει, «οι οδόντες του συνεκρούοντο υπό του τρόμου»... 
Και η κορύφωση της τραγικότητας και των δυο προσώπων, στις τελευταίες στιγμές πριν το θάνατο της Αννιώς: ο μικρός Γιωργής με μια προσευχή – εκδίκηση, αναιρεί την προσευχή της στην εκκλησιά «παρακαλεί το θεό να πάρει εκείνον αντί για την Αννιώ κορυφώνοντας και τη δική του οδύνη και αυτήν της μητέρας του…

Βιζυηνός: η θέση και η φύση του αμαρτήματος


Το αμάρτημα ορίζεται ως παράβαση του ηθικού ή του θείου νόμου. Στο διήγημα η μητέρα αναφέρεται στην αμαρτία της, όταν εξηγεί στον αφηγητή-το γιό της το Γιώργη- πως, έχοντας περάσει ένα βράδυ χορού και διασκέδασης, πήγε να θηλάσει το παιδί της, την πήρε ό ύπνος από την κούραση, «το πλάκωσε» κι όταν ξύπνησε «ήταν αποθαμένο» (21-23). Η αμέλεια της οδήγησε στο θάνατο τού παιδιού της, διότι παρέβη τον ηθικό νόμο πού καθορίζει τα μητρικά της καθήκοντα. Αυτό είναι το αμάρτημα της μητέρας, ή μάλλον το πρώτο της αμάρτημα στο χρόνο της ιστορίας. Είναι όμως το δεύτερο της αμάρτημα στο χρόνο —και στο χώρο— της αφήγησης: το πρώτο είχε ήδη διαπραχθεί  όταν ή μητέρα είχε μεταφέρει την Αννιώ, τη δεύτερη της κόρη, στην εκκλησία, άρρωστη βαριά, στα πόδια τού Θεού. Στην εκκλησία, η μητέρα έφερε και τα αγόρια της και κράτησε το βράδυ μαζί της τον αφηγητή (7-8). Οι σκηνές πού αυτός περιγράφει, σκηνές πού έζησε ένα ούτε καν «δεκαετές παιδίον» (18), είναι ανατριχιαστι­κές. Ακόμα ανατριχιαστικότερη όμως είναι η σκηνή του αμαρ­τήματος της μητέρας, που την γεννά το ιστορικά πρώτο αμάρτημα, αλλά που αποτελεί το κατεξοχήν αμάρτημα στην αφήγηση:

«Μίαν ήμέραν τήν έπλησίασα απαρατήρητος, ένω έκλαιε γονυπετής πρό τής εικόνος τού Σωτηρος.

—Πάρε μου οποίο θέλεις, έλεγε, καί άφησε μου τό κορίτσι. Τό βλέπω πώς είναι γιά νά γένη. Ενθυμήθηκες τήν άμαρτίαν μου καί έβάλθηκες νά μοϋ πάρης τό παιδί, γιά νά μέ τιμωρήσης. Ευχαρι­στώ σε, Κύριε!

Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγής, καθ' ήν τά δάκρυα της ήκούοντο στάζοντα έπί των πλακών, άνεστέναξεν έκ βάθους καρδίας, έδίστασεν ολίγον καί έπειτα έπρόσθεσεν:

—Σου έφερα δύο παιδιά μου στά πόδια σου ... χάρισε μου τό κορίτσι!

"Οταν ήκουσα τάς λέξεις ταύτας, παγερά φρικίασις διέτρεξε τά νεύρα μου καί ήρχισαν τά αυτιά μου νά βουίζουν(…), επωφελήθην της ευκαιρίας νά φύγω έκ της εκκλησίας, τρέχων ως έξαλλος καί εκβάλλων κραυγάς, ώς εάν ήπείλει να με συλλαβει ορατός αυτός ο Θάνατος.

Οι οδόντες μου συνεκρούοντο ύπό του τρόμου, καί εγώ έτρεχον, καί ακόμη έτρεχον.(…)
"Ηρχισα λοιπόν νά συνέρχωμαι ολίγον κατ' ολίγον, καί ήρχισα νά συλλογίζωμαι.
Άνεκάλεσα εις τήν μνήμην μου όλας τάς πρός τήν μητέρα τρυφερότητας καί θωπείας μου. Προσεπάθησα νά ενθυμηθώ μήπως της έπταισά ποτε, μήπως τήν αδίκησα, αλλά δέν ήδυνή­θην. Απεναντίας εύρισκον, ότι άφ' ότου έγεννήθη αυτή ή αδελφή μας, έγώ, όχι μόνον δέν ήγαπήθην, όπως θά τό έπεθύμουν, αλλά τουτ' αυτό, παρηγκωνιζόμην όλονέν περισσότερον.»

Η εκπεφρασμένη επιθυμία της μητέρας να «πάρει» ό Θεός τα αγόρια της και να της «αφήσει» το κορίτσι συνιστά αμάρτημα, και μάλιστα στο βαθμό πού αναγκάζει ένα από τα αγόρια να ζήσει για μέρες και νύχτες στην υγρή εκκλησία. Ό λόγος τού αφηγητή —έστω και ανηλίκου— παρουσιάζει ξαφνικά, και σε πλήρη αντίθεση με το απόσπασμα της πρώτης σελίδας που παρατίθεται, μια αδυσώπητη μητέρα. Έτσι υπονομεύεται η γνώση του αφη­γητή ότι η στοργή της μητέρας «έτέλη αδέκαστος καί ίση πρός όλα της τά τέκνα».

Το δεύτερο, ως προς τον ιστορικό χρόνο, αμάρτημα είναι το πρώτο ως προς τον αφηγηματικό χρόνο, διότι μόνο έτσι γίνεται σαφής η σημασία της επιθυμίας ως συστατικού στοιχείου τού αμαρτήματος
Η μητέρα αισθάνεται αυτό πού ό Φρόυντ ορίζει ως την «ανάγκη για τιμωρία», μια ανάγκη ενδότερη, πού δεν προέρ­χεται από κάποια πράξη αλλά από το «αίσθημα της ένοχης».

Στο επίπεδο της αφήγησης λοιπόν, το πρώτο αμάρτημα είναι το αμάρτημα της επιθυμίας, αυτό πού γεννάται μαζί με το αίσθημα της ένοχης, το όποιο και αποτελεί το κίνητρο για το δεύτερο, στον αφηγηματικό χρόνο, αμάρτημα, την πράξη, στην οποία προσδένεται το ασύνειδο αίσθημα ενοχής. Αυτά, φυσικά, στον αφηγηματικό χρόνο —ή στον αφηγηματικό χώρο—, που αποτε­λεί το πεδίο το όποιο διανύει ο αναγνώστης. Στο επίπεδο της ιστορίας η σειρά αντιστρέφεται, η ιστορία όμως αποτελεί την εκλογίκευση της αφήγησης και στο χώρο τού λογικού παραβλέ­πει κανείς το ασυνείδητο.

Μιχάλης Χρυσανθακόπουλος:Γ.Βιζυηνός, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης.Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

Οι αντιθέσεις στο "Αμάρτημα της μητρός μου"


Οι αντιθέσεις στο «Αμάρτημα της μητρός μου» οροθετούν την αναζήτηση του νοήματος, προσδιορίζουν  συμπεριφορές, διαφωτίζουν αιτίες και σηματοδοτούν την εξέλιξη της πλοκής. 
Μερικές από αυτές:

   α) ενικού και πληθυντικού («ή Άννιώ» - «ημείς», «ημάς» «ήθελεν», «επήγαινεν» - «ήμεθα», «είχομεν»).

β) θανάτου και ζωής (ο νεκρός πατέρας, «μας ένέδυε χρησιμοποιούσα τά φορέματα του μακαρίτου πατρός μας» - «Άφ' ότου άπέθανεν ό πατήρ μας» - «έχήρευσε» 
η παρουσία της ζωντανής μητέρας και των παιδιών της),

 γ) κοριτσιού (Αννιώς) και αγοριών (ο πρωτότοκος     Χρηστάκης, ο αφηγητής Γιωργής,    ο  υστερότοκος Μιχαήλος,)

δ)γνώσης και  πλάνης (παρότι γράφει το διήγημα σε μια μεταγενέστερη χρο­νική στιγμή, κατά την οποία γνωρίζει την αλήθεια για την ύπαρξη και άλλης αδερ­φής εκτός της Αννιώς, εντούτοις προτιμά την παράθεση των γεγονότων υπό το πρί­σμα της πλάνης του. Πρόκειται για σκόπιμη πλάνη «Άλλην άδελφήν δέν ειχομεν παρά μόνον την Άννιώ»).

ε) συναισθήματος και αγαθών προθέσεων από τη μια και πράξεων διάκρισης από την άλλη (ο συγγραφέας εξαρχής σπεύδει να απενοχοποιήσει τη μητέρα του για τη συμπε­ριφορά της «".Αλλ' ημείς έγνωρίζαμεν, διότι ή ενδόμυχος της μητρός ημών στοργή διετέλει αδέκαστος και ιση πρός όλα της τά τέκνα» - «Άλλ' άπ' ολους περισσότερον τήν ήγάπα ή μήτηρ μας. Είς τήν τράπεζαν τήν εκάθιζε πάντοτε πλησίον της καί από ο,τι είχομεν έδιδε τό καλύτερον εις έκείνην. Καί ένώ ημάς μας ένέδυε χρησιμο­ποιούσα τά φορέματα του μακαρίτου πατρός μας, διά τήν Άννιώ ήγόραζε συνήθως νέα. "Ως καί εις τά γράμματα δέν τήν έβίαζεν. "Αν ήθελεν, επήγαινεν εις τό σχολειον, αν δέν ήθελεν, έμενεν εις τήν οίκίαν. Πράγμα το όποιον εις ημάς διά κανένα λόγον δέν θά επετρέπετο»).

δ)  ευσέβειας και  δεισιδαιμονιών («Ή μήτηρ μου ήτο μάλλον ευλαβής παρά δεισιδαίμων» - «πότε μετέβαινεν εις τάς πλησιοχώρους
εκκλησίας, των οποίων κατά τύχην έτελείτο ή μνήμη, κομίζουσα λαμπάδα κίτρινου κηρού, χυμένην ιδίοις αυτής χερσί, και ίσην ακριβώς πρός τής ασθενούς τό ανά­στημα». «Πλησίον είςτόν σταυρόν, επί του στήθους τη ς Άννιώς, έκρέμασεν εν χαμαγλί, μέ μυστηριώδεις αραβικάς λέξεις. Τά αγιάσματα διεδέχθησαν αί γοητειαι, και μετά τα ευχολόγια τών ιερέων ήλθον τά "σαλαβάτια" των μαγισσών»).

ζ) αγάπης και ενοχής η συμπεριφορά της μητέρας είναι μια συμπεριφορά προκλητικής αγάπης προς την κόρη, σε αντίθεση με τη συμπεριφορά της προς τα αγόρια της, πηγά­ζει όμως (γεγονός που δε γίνεται από την πρώτη ακόμη ενότητα γνωστό) από τα συναι­σθήματα ενοχής για τη διάπραξη του ακουσίου κατά το παρελθόν αμαρτήματος της.

η) αγωνίας και εξιλέωσης (η μητέρα μέσα από ψυχικές σύγκρούσεις και με μια διαρκή αγωνία προσπαθεί να εξιλεωθεί για το αμάρτημα της και ο Γιωργής βρίσκεται σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να ανακαλύψει τη μητρική αγάπη και όταν πληροφορεί­ται το τραγικό μυστικό της μητέρας να εξιλεωθεί για τον πόνο που της προκάλεσε με τη συμπεριφορά του).

θ) ζευγαριών ψυχαναλυτικής συμμετρίας: ο πατέρας με την κόρη στον τάφο, και η μη­τέρα με το γιο της στη ζωή. 
Γι' αυτή την αντίθεση είναι χαρακτηριστικά όσα γράφο­νται από το Βαγγέλη Αθανασόπουλο: «[...] Τελικώς, τη νύχτα εκείνη αντί να έρθει με το πνεύμα του ο πεθαμένος πατέρας για να γιατρέψει την Αννιώ, αυτή πεθαίνει και πάει να συναντήσει τον πατέρα της. Με τον τρόπο αυτόν οι πρωταγωνιστές αυ­τού που η φροϋδική θεωρία ονόμασε "οικογενειακό μυθιστόρημα νευρωτικών "χω­ρίζονται σε δύο ζευγάρια -ψυχαναλυτικής συμμετρίας: ο πατέρας με την κόρη του στον τάφο, και η μητέρα με το γιο της στην ενοχοποιημένη ζωή. Η ενοχή των δύο ζω­ντανών τοποθετείται σε σχέση με το ίδιο πρόσωπο, αλλά από διαφορετική ο καθένας σκοπιά: η μητέρα είναι ένοχη επειδή σκότωσε κατά λάθος την πρώτη κόρη, και επει­δή, τιμωρώντας την ο Θεός για την αμαρτία της εκείνη, αφαιρεί τη ζωή και της δεύ­τερης κόρης' ο γιος είναι ένοχος επειδή πρώτα γεννήθηκε αντί της δεύτερης κόρης, και μετά επειδή δεν την υποκατέστησε στο θάνατο της»
  ι) αμαρτία – λύτρωση,μια λύτρωση που δεν έρχεται ποτέ.

ια) ήθος/ έθος- ορθός λόγος ( ο ορθολογισμός του  ενήλικα Γιωργή-αφηγητή αντικατοπτρίζεται στην ειρωνεία, στη διακριτική απόσταση που κρατάει απέναντι στις λαϊκές δοξασίες)
  ιβ) συνειδητό- ασυνείδητο

ιγ) λόγος- σιωπή (τα  πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε αυτό το οικογενειακό δράμα, σε αυτό το ψυχόδραμα, αν και δεμένα με συγγένεια «πρώτου βαθμού» (τον πιο στενό δεσμό που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί), στην πραγματικότητα δεν επικοινωνούν, μονολογούν· δεν σχετίζονται, αποκλείουν το ένα το άλλο· δεν συνυπάρχουν, ζουν περίκλειστα στη μονήρη σιωπή τους)

ιδ) σχέση/απόσχιση ατόμου- κοινωνικής ομάδας ( τον κοινωνικό περίγυρο εννοούμε) Η μητέρα, αν και ζει σε μια κοινωνία άκρως συντηρητική, αναγκάζεται «να εξέλθει της οικίας» για να βοηθήσει την μικρή Αννιώ.

ιε) το Εγώ που βιώνει- το Εγώ που αφηγείται.

Πηγή: Φωτόδεντρο

Η Δεσποινιώ στο "Αμάρτημα της μητρός μου"


Στο διήγημα παρακολουθούμε τις απελπισμένες αλλά μάταιες προσπάθειες της  μητέρας του συγγραφέα Δεσποινιώς  να σώσει την άρρωστη κόρη της, την Αννιώ, η οποία τελικά πέθανε, και την υιοθεσία διαδοχικά δυο άλ­λων κοριτσιών. Συγχρόνως τη βλέπουμε να συμπεριφέρεται με προκλητική σχεδόν αδιαφορία στα υπόλοιπα παιδιά της, ενώ μόνο στο τέλος μαθαίνουμε πως όλες οι ενέργειες της απέρρεαν από τις ενοχές που τη βασάνιζαν, επειδή η ίδια είχε στο πα­ρελθόν, άθελά της, καταπλακώσει στον ύπνο της ένα από τα παιδιά της, το πρώτο της κορίτσι, και είχαν ως στόχο την εξιλέωση της, κάτι που θα εκμυστηρευτεί στο Γιωργή , το γιό της , στο τέλος του διηγήματος.
Ο Βιζυηνός, σ’ αυτό το αυτοβιογραφικό διήγημα –ψυχόδραμα, παρουσιάζει τη μητέρα του  σαν ένα τυπικό δείγμα γυναίκας της εποχής του. Η ίδια φαίνεται να έχει αποδεχτεί το ρόλο της, είναι υποταγμένη στις δεσμεύσεις της εποχής της, αλλά  μετά το θάνατο του άνδρα της θα αποδείξει το δυναμικό της χα­ρακτήρα, θα ξεφύγει από τις απαγορεύσεις που ο τόπος και ο χρόνος της επέβαλλαν, και θα δουλέψει δυναμικά  για να μεγαλώσει τα υπόλοιπα παιδιά της, χωρίς να εγκαταλείπει ούτε για μια στιγμή την απελπισμένη της προσπάθεια για εξιλέωση. Όταν θα αρρωστήσει βαριά η  μικρή της Αννιώ (που της έχει δώσει το όνομα του μωρού που αθέλητα σκότωσε),  θα επιστρατεύσει όλες τις δυνά­μεις της για να τη σώσει. Αν και θρησκόληπτη, δέχεται τη συνδρομή και της μαγείας για την αντιμετώπιση της ασθένειας της Αννιώς. Απέναντι στα παιδιά της η συμπεριφορά της φαίνεται εξαρχής προκλητική: από τη μια δείχνει μια μονοδιάστατη εμμονή απέναντι στο άρρωστο κορίτσι και από την άλλη μια διαρκώς εντεινόμενη αδιαφορία απέναντι στα αγόρια. Όταν η κατάσταση της Αννιώς  επιδεινωθεί θα βρεθεί μαζί με το άρρωστο κορίτσι και τον αφηγητή μας, το μικρό Γιωργή,  στην εκκλησία που θα αποτελέσει το τελευταίο της καταφύγιο. Στη προσευχή της ,ο αναγνώστης υποψιάζεται πως κάτι κρύβεται στο παρελθόν της αλλά ο μικρός Γιωργής το μόνο που καταλαβαίνει είναι η αδιαφορία της μητέρας του γι’ αυτόν.O Γιωργής ακούει «απαρατήρητος» την προσευχή της· η ίδια αγνοεί ότι ο γιος της την άκουσε (έχουμε εδώ μια χαρακτηριστική περίπτωση απάλειψης μιας κρίσιμης πληροφορίας, μιας «παράλειψης» όπως την ορίζει ο Genette, της πληροφορίας που αφορά στο αμάρτημα της καταπλάκωσης του μωρού της στο παρελθόν)
 «-Το βλέπω πώς είναι για να γένη. Ενθυμήθηκες την άμαρτίαν μου και  εβάλθηκες να μου πάρης τό παιδί, γιά νά μέ τιμωρήσης. Ευχαριστώ σε, Κύριε! Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγής, καθ' ην τά δάκρυα της ήκούοντο στάζοντα επί των πλακών ανεστέναξεν έκ βάθους καρ­δίας, εδίστασεν ολίγον, και έπειτα επρόσθεσεν - Σου έφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου... χάρισε μου το κορίτσι»
Η μητέρα το Θεό που πριν έβλεπε ως σωτήρα- αφού ήρθε στην εκκλησία ζητώντας τη βοήθειά του- τώρα τον βλέπει ως τιμωρό, γεγονός που δείχνει τον ενοχοποιημένο ψυχισμό της. Αυτό το αίτημά της προς  το Θεό είναι ένα νέο αμάρτημα, αφού διασαλεύει την ηθική τάξη και  αντιτίθεται πλήρως προς το μητρικό πρότυπο της ισόμετρης και αδέκαστης αγάπης προς όλα τα παιδιά. Άλλωστε  σ’ αυτό το αμάρτημα εμπεριέχεται και το συστατικό στοιχείο της επιθυμίας που το καθιστά σημαντικότερο από το πρώτο, τον ακούσιο φόνο του μωρού της.
Αυτή η ακατονόμαστη μητρική επιθυμία –που γίνεται ακόμη πιο τρομερή καθώς εκφέρεται υπό τύπον προσευχής– με άλλα λόγια η εθελούσια από τη μάνα προσφορά του ανήλικου αγοριού ως «ανθρωποθυσία» στον Θεό - αν ειδωθεί  σε ένα βαθύτερο επίπεδο ψυχολογικής ανάλυσης, επιχειρεί να καταστήσει το μικρό Γιωργή  «εξιλαστήριο θύμα» για το παλιό της αμάρτημα ∙  η προσφορά του Γιωργή  στο Θεό θα «αναστήσει» –κυριολεκτικά και μεταφορικά– την Αννιώ (μια που η δεύτερη κόρη έχει πάρει, επίτηδες, το ίδιο όνομα με την πρώτη Αννιώ)∙ ό, τι άκουσε όμως ο μικρός από τα χείλη της μητέρας του  ισοδυναμεί  γι αυτόν με ένα σοκ βίαιου απογαλακτισμού, του βιαιότερου που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, καθώς εισάγει στην ψυχή του παιδιού όχι απλώς την υποψία αλλά τη βεβαιότητα ότι η μάνα του δεν τον αγαπά, αφού επιθυμεί τον αφανισμό του: 
«Ω! είπον , η μητέρα μου δεν με αγαπά και δεν με θέλει!»
Δεν ξέρω αν πρέπει να δούμε με κατανόηση αυτήν την απίστευτη  «προσευχή – ανθρωποθυσία» της μητέρας, σίγουρα θα πρέπει να την κρίνουμε κάτω από το βάρος της ισόβιας ενοχής που νιώθει για τον αβούλητο θάνατο του πρώτου της παιδιού ,και να δούμε στη πράξη της  τη απελπισία και την ανάγκη για τιμωρία και εξιλέωση που την συντρίβουν.


«Έλα πατέρα – να με πάρης εμένα – για να γιάνη το Αννιώ! – ανεφώνησα εγώ διακοπτόμενος υπό των λυγμών μου. Και έρριψα επί της μητρός μου παραπονετικόν βλέμμα, διά να τη δείξω πως γνωρίζω, ότι παρακαλεί ν’ αποθάνω εγώ αντί της αδελφής μου»

Η μητέρα σιωπά, δεν αντιδρά καθόλου τη στιγμή που εκφέρεται αυτός ο λόγος, ο σπαρακτικός, από τα χείλη του παιδιού .Κι αν η σιωπή, καθώς λένε, ισοδυναμεί με συναίνεση, τότε αυτή η «απάθεια» της μάνας στα μάτια ενός ευαίσθητου αναγνώστη είναι μια τρομακτική αδιαφορία.Πόσο μάλλον  πιο τρομακτική φαντάζει στα μάτια του ίδιου του ανήλικου Γιωργή…
Το μόνο βέβαιο εδώ είναι πως η στερητική συμπεριφορά της μάνας επιφέρει μια επιθετικότητα, εκ μέρους του μικρού Γιωργή, με στόχο την ίδια.
Ας μη ξεχνάμε πως   η εικόνα , τα χαρακτηριστικά, το σύνολο της σχέσης με τη μητέρα εσωτερικεύεται και γίνεται ( κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας) το μορφοείδωλο της "καλής" ή της "κακής" μητέρας...
Μόνο που ο μικρός Γιωργής δεν "αντέχει" να μην την αγαπά! Ακόμη και το πλήθος των αναφορών του στη καλή πλευρά της μάνας του είναι μια απορροή της ενοχής του αφηγητή εξ' αιτίας των αρνητικών συναισθημάτων και των ενδοψυχικών συγκρούσεων που τον συνέχουν...


" ημείς εγνωρίζαμεν […] ήμεθα βέβαιοι, ότι αι εξαιρέσεις εκείναι δεν ήσαν παρά μόνον εξωτερικαί εκδηλώσεις φειστικωτέρας [= πιο ευσπλαχνικής] τινός ευνοίας προς το μόνον του οίκου μας κοράσιον [ας προσεχθεί η επανάληψη, η εμμονή σε αυτή τη δήλωση που είναι και δεν είναι αληθής]. Και [γι’ αυτό] όχι μόνον ανειχόμεθα τας προς αυτήν περιποιήσεις αγογγύστως, αλλά και συνετελούμεν προς αύξησιν αυτών, όσον ηδυνάμεθα."


Τελικά όμως η Αννιώ πεθαίνει.

Μετά το θάνατό  της  η Δεσποινιώ καταρρέει και εισπράττει το γεγονός ως τιμωρία της ίδιας από το Θεό, για το αμάρτημα του παρελθόντος της.

Στο δεύτερο μέρος του αφηγήματος μαθαίνουμε για τις συνθήκες γένεσης του τραύματος της μάνας (σκηνή της εξομολόγησής της του ακούσιο φόνου) στον ενήλικα πλέον Γιωργή, αλλά ως αναγνώστες δεν μαθαίνουμε τίποτε σχετικά με το αν η εξομολόγηση αυτή υπήρξε λυτρωτική για τον ίδιο τον Γιωργή, αν δηλαδή ξεπεράστηκε το παιδικό του τραύμα – πράγμα αναμενόμενο, αφού η εξομολόγηση της μάνας λογικά θα έπρεπε να άρει τις υποψίες του γιου για την έλλειψη αγάπης από μέρους της. Αντίθετα, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι όλες οι σκέψεις του ενήλικα Γιωργή (του αφηγητή, ουσιαστικά), μετά τη σπαρακτική ομολογία της μητέρας του, αφορούν αποκλειστικά τον δικό της πόνο, το δικό της βάρος ενοχής και δεν μας λένε τίποτα απολύτως για τη δική του «επούλωση» ή όχι. Έχουμε δηλαδή και πάλι εδώ μια χαρακτηριστική «παράλειψη»:

«Αφ’ ης στιγμής έμαθον την θλιβεράν της ιστορίαν, συνεκέντρωσα όλην μου την προσοχήν εις το πώς ν’ ανακουφίσω την καρδίαν της, προσπαθών να παραστήσω εις αυτήν αφ’ ενός μεν το απρομελέτητον και αβούλητον του αμαρτήματος, αφ’ ετέρου δε την άκραν του Θεού ευσπλαχνίαν, την δικαιοσύνην αυτού, ήτις δεν ανταποδίδει ίσα αντί ίσων, αλλά κρίνει κατά τους διαλογισμούς και τας προθέσεις μας.» 

Όταν στο τέλος ο Γιωργής – έχοντας πια μάθει το μυστικό της μητέρας του-θα την οδηγήσει  στον Πατριάρχη, σε μια προσπάθεια ύστατη για ανακούφιση της ενοχοποιημένης της συνείδησης, βλέπουμε το  αδιέξοδο  που ορθώνεται μπροστά της. Ανακουφίζεται γιατί ο Θεός τη συγχωρεί, όμως δεν έχει τη δύναμη ψυχής που απαιτείται για να συγχωρέσει η ίδια τον εαυτό της:

«– Καλός άνθρωπος, τη είπον, αυτός ο Πατριάρχης. Ορίστε! Τώρα πια πιστεύω, ότι ήλθεν η καρδιά σου στον τόπον της. […]
– Τι να σε πω, παιδί μου! απήντησε τότε σύννους καθώς ήτον· ο Πατριάρχης είναι σοφός και άγιος άνθρωπος. Γνωρίζει όλαις ταις βουλαίς και τα θελήματα του Θεού, και συγχωρνά ταις αμαρτίαις όλου του κόσμου. Μα, τι να σε πω! Είναι καλόγερος. Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορή να γνωρίση, τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του!»

Το αμάρτημά της  μητέρας  δεν εξαγοράζεται ούτε με  κοσμικές ποινές ούτε με θρησκευτικά επιτίμια και ούτε παραγράφεται όσος καιρός κι αν περάσει. Ξεφεύγει η μητέρα  από το φυσικό της προορισμό, που είναι να προστατεύσει το γόνο της με στοργή, να τον θρέψει για να επιβιώσει και να συνεχίσει τη ζωή. Αυτή η διολίσθηση από τη φυσική τάξη των πραγμάτων είναι  ρομφαία πύρινη που πληγώνει καίρια τα μητρικά σπλάχνα.
Η μητέρα του Βιζυηνού στο «Αμάρτημα της μητρός μου» μας θυμίζει ηρωίδα της Αττικής δραματουργίας αφού έχει τα δύο βασικά χαρακτηριστικά των τραγικών ηρώων:
1)       Καταστρατηγεί την αξία κάποιου ηθικού κώδικα και «υβρίζει», χωρίς να έχει άμεση επίγνωση της ενοχής της.
Είναι ένοχη χωρίς δική της ευθύνη ∙ αμάρτησε στα τυφλά , άβουλο όργανο στα χέρια μιας άγνωστης και πανίσχυρης θέλησης…
2)       Όταν  συνειδητοποιεί το μέγεθος της παραβάσεως καταρρέει ψυχικά και το πρώτο που συλλογιέται είναι να χαριστεί στις αδυσώπητες μυλόπετρες της αυτοτιμωρίας..
Ίαση  δεν υπάρχει , ούτε καν επούλωση.
Κουβαλά το αμάρτημα ως το θάνατο. Είναι η μοίρα της.
Ένα αμετάδοτο βίωμα ,γεμάτο ερημιά, που δεν θα προσπερασθεί ποτέ…
«φρικτή και αμείλικτη κόλαση» , που καταλήγει σε δάκρυα και σιωπή:
«οι οφθαλμοί της επληρώθησαν δακρύων κι εγώ εσιώπησα»

Πηγή: Φωτόδεντρο

Μια ανασκόπηση του "Αμαρτήματος της μητρός μου"

«Υπάρχει η ζέστα του υποκειμενικού στοιχείου στο Αμάρτημα της μητρός μου, καθώς η αφήγηση μας δίνεται ως ανάμνηση του συγγραφέα. Ένα οικογενειακό δράμα εξιστορεί στο διήγημα αυτό ο Βιζυηνός, με γνώ­ση της ψυχής και με αφηγηματική τέχνη. Από την αφήγηση δεν λείπουν ακόμα, εδώ κι εκεί, η ειρωνεία, η χάρη, το χιούμορ. Το θέμα είναι απλό, τα πρόσωπα λίγα: κυρίως η μητέρα και ο αφηγητής. Ωστόσο η επιμονή του συγγραφέα στον εσωτερικό κόσμο, η σωστή περιγραφή και απόδοση του ψυχικού δράματος της μητέρας, της Δεσποινιώς της Μιχαλιέσσας, η ηθική δοκιμασία της από τη συναίσθηση του αμαρτήματός της, υψώνουν το θέμα και το διήγημα σ’ ένα άλλο επίπεδο - όχι απλώς ρεαλιστικό. Γιατί όλα στο Αμάρτημα της μητρός μου υπηρετούν τον μέσα κόσμο, την αγωνία και το βάθος της ψυχής, τη συγκρατημένη έκφραση του πόνου της μητέρας. Έπει­τα οι σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπα του διηγήματος είναι τόσο αληθινές, τόσο φυσικές, τόσο συγκινητικά και ουσιαστικά δοσμένες, ώστε το δράμα να υποβάλλεται αβίαστα, με ισορροπία και με μέτρο, χωρίς ακρότητες ή υπερβολές. Η πλαστική δύναμη του Βιζυηνού διακρίνεται επίσης εδώ: τα πρόσωπά του, και ιδίως η μητέρα, ζωντανεύουν θαυμάσια, μέσα σε λίγες γραμμές, ανάμεσα από ένα διάλογο που μπορεί και μας δίνει πάντα το καί­ριο - ό,τι αποκαλύπτει μια πτυχή της ψυχής. Η ευαισθησία του συγγραφέα συλλαμβάνει και τις παραμικρότερες κυμάνσεις της εσωτερικής ζωής, και η πλαστική και η αφηγηματική του ικανότητα τις μορφοποιούν και τις δικαιώνουν πεζογραφικά, κερδίζοντας και γοητεύοντας τον αναγνώστη. Το αμάρτημα της μητρός μου είναι ένα διήγημα με ζεστά συναισθήματα και πάθη, με ανθρωπιά και τρυφερότητα. Η τάση της μητέρας να υιοθετεί ολοένα μικρά κορίτσια δεν παρουσιάζεται ως έμμονη ιδέα, όπως γράφουν ο Αντώνης Γιαλούρης και ο Άλκης Θρύλος, δεν είναι δηλαδή απλή ιδιο­τροπία ή ψυχική ιδιομορφία ούτε «μονομανίας αποτέλεσμα», αλλά βαθύτατη ανάγκη της ψυχής».

Σαχίνη Α., «Το διήγημα του Γ. Βιζυηνού», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Περίοδος Α΄, 1968, Τόμος Ι΄, σ. 346-347.

Απόψεις για το έργο του Βιζυηνού


 « Δεν τον ενδιαφέρει η επιφάνεια και η εξωτερική περιπέτεια. Ενδιαφέρεται περισσότερο για τη δραματική, ηθική και ψυχολογική δομή, συλλαμβάνοντας εκ των «έσω» τον άνθρωπο μέσα στις αμοιβαίες συγκρούσεις των αντίθετων χαρακτήρων των ηρώων του. Αυτή η μέθοδο των ψυχολογικών αντιθέσεων του είναι ιδιαίτερα αγαπητή και τη χειρίστηκε με μεγάλη επιτυχία (…)
( Κ. Θρακιώτης)

« Στις σελίδες των διηγημάτων του πάνε πλάι πλάι ο ηθογράφος κι ο ψυχογράφος σε μια συνεργασία κι ένα σφιχτό δέσιμο με το άφθονο αυτοβιογραφικό υλικό και παρουσιάζει υποδειγματική ενότητα.»
(Π. Χάρης)

« Κάθε ήρωας ζει το δικό του απόλυτα συνειδητό δράμα, πιο συγκεκριμένα ακόμα υποφέρει από κάποια βασανιστική σκέψη, που του καταντά τη ζωή μαρτύριο. Κι απ’ αυτή την έμμονη και βασανιστική σκέψη, δε βρίσκει στο τέλος τη λύτρωση, όσο κι αν προσπαθήσει. Γι’ αυτό διαβάζοντας κανείς τα διηγήματα του Βιζυηνού αισθάνεται λύπη και πόνο πολύ για την ανθρώπινη αδυναμία.»
( Κ. Μαμμώνη)

 
« Δεν είναι ο στενός ηθογράφος, φωτογράφος των ρηχών ψυχικών καταστάσεων του χωριού· είναι βέβαια ηθοποιός, κατορθώνει, δηλαδή, να υποκαθίσταται στο ύφος και στα ήθη των προσώπων που μας παρουσιάζει, μα μέσα στη δράση και τα αισθήματα των ηρώων, είτε ο άλλοτε εαυτός του είναι, είτε άλλος, νιώθουμε κατευθύνσεις και καϋμούς, ψυχικές ενέργειες και πάθη πανανθρώπινα.
( Κ. Κόντος)

 
« Στα διηγήματα του Βιζυηνού, όπως και στα ποιήματά του, είδαμε, βρίσκει κανείς την ελληνική ζωή. Στο Βιζυηνό αναπνέει κανείς ελληνικό αέρα, ξαναβρίσκει το ελληνικό χωριό, γνώριμους τύπους, ελληνικές συνήθιες. (…) Τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι ψυχολογικά, γραμμένα στην καθαρεύουσα αλλά στα διαλογικά τους μέρη στη δημοτική. Κι επειδή σ’ ένα μεγάλο μέρος τους μιλάνε ή διηγούνται τα πρόσωπα, μπορεί να πη κανείς πως η δημοτική μπήκε στον πεζό λόγο από τον Βιζυηνό»
(Γ. Βαλέτας)

Ηθογραφία και λαογραφικά στοιχεία

Η  ηθογραφία αποτελεί το συνολικότερο τρόπο με τον οποίο στήνει την ιστορία του ο συγγραφέας, τον τρόπο που αντιμετωπίζει, περιγράφει, σκηνοθετεί την ιστορία του. Γι’ αυτό μέσα μπορούν να περνάνε και οι χαρακτήρες των ανθρώπων, οι ιστορίες τους, το περιβάλλον τους, οι σχέσεις τους.
Τα λαογραφικά στοιχεία  αποτελούν πληροφορίες που αφορούν στα ήθη και τα έθιμα, στην παραδοσιακή ζωή. Έτσι, στα ηθογραφικά διηγήματα θα μπορούμε να συναντάμε λαογραφικά στοιχεία, διάσπαρτα ή εμβόλιμα, οργανικά δεμένα με την πλοκή του έργου, άλλοτε στενότερα και άλλοτε χαλαρότερα.