Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Η Δεσποινιώ στο "Αμάρτημα της μητρός μου"


Στο διήγημα παρακολουθούμε τις απελπισμένες αλλά μάταιες προσπάθειες της  μητέρας του συγγραφέα Δεσποινιώς  να σώσει την άρρωστη κόρη της, την Αννιώ, η οποία τελικά πέθανε, και την υιοθεσία διαδοχικά δυο άλ­λων κοριτσιών. Συγχρόνως τη βλέπουμε να συμπεριφέρεται με προκλητική σχεδόν αδιαφορία στα υπόλοιπα παιδιά της, ενώ μόνο στο τέλος μαθαίνουμε πως όλες οι ενέργειες της απέρρεαν από τις ενοχές που τη βασάνιζαν, επειδή η ίδια είχε στο πα­ρελθόν, άθελά της, καταπλακώσει στον ύπνο της ένα από τα παιδιά της, το πρώτο της κορίτσι, και είχαν ως στόχο την εξιλέωση της, κάτι που θα εκμυστηρευτεί στο Γιωργή , το γιό της , στο τέλος του διηγήματος.
Ο Βιζυηνός, σ’ αυτό το αυτοβιογραφικό διήγημα –ψυχόδραμα, παρουσιάζει τη μητέρα του  σαν ένα τυπικό δείγμα γυναίκας της εποχής του. Η ίδια φαίνεται να έχει αποδεχτεί το ρόλο της, είναι υποταγμένη στις δεσμεύσεις της εποχής της, αλλά  μετά το θάνατο του άνδρα της θα αποδείξει το δυναμικό της χα­ρακτήρα, θα ξεφύγει από τις απαγορεύσεις που ο τόπος και ο χρόνος της επέβαλλαν, και θα δουλέψει δυναμικά  για να μεγαλώσει τα υπόλοιπα παιδιά της, χωρίς να εγκαταλείπει ούτε για μια στιγμή την απελπισμένη της προσπάθεια για εξιλέωση. Όταν θα αρρωστήσει βαριά η  μικρή της Αννιώ (που της έχει δώσει το όνομα του μωρού που αθέλητα σκότωσε),  θα επιστρατεύσει όλες τις δυνά­μεις της για να τη σώσει. Αν και θρησκόληπτη, δέχεται τη συνδρομή και της μαγείας για την αντιμετώπιση της ασθένειας της Αννιώς. Απέναντι στα παιδιά της η συμπεριφορά της φαίνεται εξαρχής προκλητική: από τη μια δείχνει μια μονοδιάστατη εμμονή απέναντι στο άρρωστο κορίτσι και από την άλλη μια διαρκώς εντεινόμενη αδιαφορία απέναντι στα αγόρια. Όταν η κατάσταση της Αννιώς  επιδεινωθεί θα βρεθεί μαζί με το άρρωστο κορίτσι και τον αφηγητή μας, το μικρό Γιωργή,  στην εκκλησία που θα αποτελέσει το τελευταίο της καταφύγιο. Στη προσευχή της ,ο αναγνώστης υποψιάζεται πως κάτι κρύβεται στο παρελθόν της αλλά ο μικρός Γιωργής το μόνο που καταλαβαίνει είναι η αδιαφορία της μητέρας του γι’ αυτόν.O Γιωργής ακούει «απαρατήρητος» την προσευχή της· η ίδια αγνοεί ότι ο γιος της την άκουσε (έχουμε εδώ μια χαρακτηριστική περίπτωση απάλειψης μιας κρίσιμης πληροφορίας, μιας «παράλειψης» όπως την ορίζει ο Genette, της πληροφορίας που αφορά στο αμάρτημα της καταπλάκωσης του μωρού της στο παρελθόν)
 «-Το βλέπω πώς είναι για να γένη. Ενθυμήθηκες την άμαρτίαν μου και  εβάλθηκες να μου πάρης τό παιδί, γιά νά μέ τιμωρήσης. Ευχαριστώ σε, Κύριε! Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγής, καθ' ην τά δάκρυα της ήκούοντο στάζοντα επί των πλακών ανεστέναξεν έκ βάθους καρ­δίας, εδίστασεν ολίγον, και έπειτα επρόσθεσεν - Σου έφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου... χάρισε μου το κορίτσι»
Η μητέρα το Θεό που πριν έβλεπε ως σωτήρα- αφού ήρθε στην εκκλησία ζητώντας τη βοήθειά του- τώρα τον βλέπει ως τιμωρό, γεγονός που δείχνει τον ενοχοποιημένο ψυχισμό της. Αυτό το αίτημά της προς  το Θεό είναι ένα νέο αμάρτημα, αφού διασαλεύει την ηθική τάξη και  αντιτίθεται πλήρως προς το μητρικό πρότυπο της ισόμετρης και αδέκαστης αγάπης προς όλα τα παιδιά. Άλλωστε  σ’ αυτό το αμάρτημα εμπεριέχεται και το συστατικό στοιχείο της επιθυμίας που το καθιστά σημαντικότερο από το πρώτο, τον ακούσιο φόνο του μωρού της.
Αυτή η ακατονόμαστη μητρική επιθυμία –που γίνεται ακόμη πιο τρομερή καθώς εκφέρεται υπό τύπον προσευχής– με άλλα λόγια η εθελούσια από τη μάνα προσφορά του ανήλικου αγοριού ως «ανθρωποθυσία» στον Θεό - αν ειδωθεί  σε ένα βαθύτερο επίπεδο ψυχολογικής ανάλυσης, επιχειρεί να καταστήσει το μικρό Γιωργή  «εξιλαστήριο θύμα» για το παλιό της αμάρτημα ∙  η προσφορά του Γιωργή  στο Θεό θα «αναστήσει» –κυριολεκτικά και μεταφορικά– την Αννιώ (μια που η δεύτερη κόρη έχει πάρει, επίτηδες, το ίδιο όνομα με την πρώτη Αννιώ)∙ ό, τι άκουσε όμως ο μικρός από τα χείλη της μητέρας του  ισοδυναμεί  γι αυτόν με ένα σοκ βίαιου απογαλακτισμού, του βιαιότερου που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, καθώς εισάγει στην ψυχή του παιδιού όχι απλώς την υποψία αλλά τη βεβαιότητα ότι η μάνα του δεν τον αγαπά, αφού επιθυμεί τον αφανισμό του: 
«Ω! είπον , η μητέρα μου δεν με αγαπά και δεν με θέλει!»
Δεν ξέρω αν πρέπει να δούμε με κατανόηση αυτήν την απίστευτη  «προσευχή – ανθρωποθυσία» της μητέρας, σίγουρα θα πρέπει να την κρίνουμε κάτω από το βάρος της ισόβιας ενοχής που νιώθει για τον αβούλητο θάνατο του πρώτου της παιδιού ,και να δούμε στη πράξη της  τη απελπισία και την ανάγκη για τιμωρία και εξιλέωση που την συντρίβουν.


«Έλα πατέρα – να με πάρης εμένα – για να γιάνη το Αννιώ! – ανεφώνησα εγώ διακοπτόμενος υπό των λυγμών μου. Και έρριψα επί της μητρός μου παραπονετικόν βλέμμα, διά να τη δείξω πως γνωρίζω, ότι παρακαλεί ν’ αποθάνω εγώ αντί της αδελφής μου»

Η μητέρα σιωπά, δεν αντιδρά καθόλου τη στιγμή που εκφέρεται αυτός ο λόγος, ο σπαρακτικός, από τα χείλη του παιδιού .Κι αν η σιωπή, καθώς λένε, ισοδυναμεί με συναίνεση, τότε αυτή η «απάθεια» της μάνας στα μάτια ενός ευαίσθητου αναγνώστη είναι μια τρομακτική αδιαφορία.Πόσο μάλλον  πιο τρομακτική φαντάζει στα μάτια του ίδιου του ανήλικου Γιωργή…
Το μόνο βέβαιο εδώ είναι πως η στερητική συμπεριφορά της μάνας επιφέρει μια επιθετικότητα, εκ μέρους του μικρού Γιωργή, με στόχο την ίδια.
Ας μη ξεχνάμε πως   η εικόνα , τα χαρακτηριστικά, το σύνολο της σχέσης με τη μητέρα εσωτερικεύεται και γίνεται ( κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας) το μορφοείδωλο της "καλής" ή της "κακής" μητέρας...
Μόνο που ο μικρός Γιωργής δεν "αντέχει" να μην την αγαπά! Ακόμη και το πλήθος των αναφορών του στη καλή πλευρά της μάνας του είναι μια απορροή της ενοχής του αφηγητή εξ' αιτίας των αρνητικών συναισθημάτων και των ενδοψυχικών συγκρούσεων που τον συνέχουν...


" ημείς εγνωρίζαμεν […] ήμεθα βέβαιοι, ότι αι εξαιρέσεις εκείναι δεν ήσαν παρά μόνον εξωτερικαί εκδηλώσεις φειστικωτέρας [= πιο ευσπλαχνικής] τινός ευνοίας προς το μόνον του οίκου μας κοράσιον [ας προσεχθεί η επανάληψη, η εμμονή σε αυτή τη δήλωση που είναι και δεν είναι αληθής]. Και [γι’ αυτό] όχι μόνον ανειχόμεθα τας προς αυτήν περιποιήσεις αγογγύστως, αλλά και συνετελούμεν προς αύξησιν αυτών, όσον ηδυνάμεθα."


Τελικά όμως η Αννιώ πεθαίνει.

Μετά το θάνατό  της  η Δεσποινιώ καταρρέει και εισπράττει το γεγονός ως τιμωρία της ίδιας από το Θεό, για το αμάρτημα του παρελθόντος της.

Στο δεύτερο μέρος του αφηγήματος μαθαίνουμε για τις συνθήκες γένεσης του τραύματος της μάνας (σκηνή της εξομολόγησής της του ακούσιο φόνου) στον ενήλικα πλέον Γιωργή, αλλά ως αναγνώστες δεν μαθαίνουμε τίποτε σχετικά με το αν η εξομολόγηση αυτή υπήρξε λυτρωτική για τον ίδιο τον Γιωργή, αν δηλαδή ξεπεράστηκε το παιδικό του τραύμα – πράγμα αναμενόμενο, αφού η εξομολόγηση της μάνας λογικά θα έπρεπε να άρει τις υποψίες του γιου για την έλλειψη αγάπης από μέρους της. Αντίθετα, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι όλες οι σκέψεις του ενήλικα Γιωργή (του αφηγητή, ουσιαστικά), μετά τη σπαρακτική ομολογία της μητέρας του, αφορούν αποκλειστικά τον δικό της πόνο, το δικό της βάρος ενοχής και δεν μας λένε τίποτα απολύτως για τη δική του «επούλωση» ή όχι. Έχουμε δηλαδή και πάλι εδώ μια χαρακτηριστική «παράλειψη»:

«Αφ’ ης στιγμής έμαθον την θλιβεράν της ιστορίαν, συνεκέντρωσα όλην μου την προσοχήν εις το πώς ν’ ανακουφίσω την καρδίαν της, προσπαθών να παραστήσω εις αυτήν αφ’ ενός μεν το απρομελέτητον και αβούλητον του αμαρτήματος, αφ’ ετέρου δε την άκραν του Θεού ευσπλαχνίαν, την δικαιοσύνην αυτού, ήτις δεν ανταποδίδει ίσα αντί ίσων, αλλά κρίνει κατά τους διαλογισμούς και τας προθέσεις μας.» 

Όταν στο τέλος ο Γιωργής – έχοντας πια μάθει το μυστικό της μητέρας του-θα την οδηγήσει  στον Πατριάρχη, σε μια προσπάθεια ύστατη για ανακούφιση της ενοχοποιημένης της συνείδησης, βλέπουμε το  αδιέξοδο  που ορθώνεται μπροστά της. Ανακουφίζεται γιατί ο Θεός τη συγχωρεί, όμως δεν έχει τη δύναμη ψυχής που απαιτείται για να συγχωρέσει η ίδια τον εαυτό της:

«– Καλός άνθρωπος, τη είπον, αυτός ο Πατριάρχης. Ορίστε! Τώρα πια πιστεύω, ότι ήλθεν η καρδιά σου στον τόπον της. […]
– Τι να σε πω, παιδί μου! απήντησε τότε σύννους καθώς ήτον· ο Πατριάρχης είναι σοφός και άγιος άνθρωπος. Γνωρίζει όλαις ταις βουλαίς και τα θελήματα του Θεού, και συγχωρνά ταις αμαρτίαις όλου του κόσμου. Μα, τι να σε πω! Είναι καλόγερος. Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορή να γνωρίση, τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του!»

Το αμάρτημά της  μητέρας  δεν εξαγοράζεται ούτε με  κοσμικές ποινές ούτε με θρησκευτικά επιτίμια και ούτε παραγράφεται όσος καιρός κι αν περάσει. Ξεφεύγει η μητέρα  από το φυσικό της προορισμό, που είναι να προστατεύσει το γόνο της με στοργή, να τον θρέψει για να επιβιώσει και να συνεχίσει τη ζωή. Αυτή η διολίσθηση από τη φυσική τάξη των πραγμάτων είναι  ρομφαία πύρινη που πληγώνει καίρια τα μητρικά σπλάχνα.
Η μητέρα του Βιζυηνού στο «Αμάρτημα της μητρός μου» μας θυμίζει ηρωίδα της Αττικής δραματουργίας αφού έχει τα δύο βασικά χαρακτηριστικά των τραγικών ηρώων:
1)       Καταστρατηγεί την αξία κάποιου ηθικού κώδικα και «υβρίζει», χωρίς να έχει άμεση επίγνωση της ενοχής της.
Είναι ένοχη χωρίς δική της ευθύνη ∙ αμάρτησε στα τυφλά , άβουλο όργανο στα χέρια μιας άγνωστης και πανίσχυρης θέλησης…
2)       Όταν  συνειδητοποιεί το μέγεθος της παραβάσεως καταρρέει ψυχικά και το πρώτο που συλλογιέται είναι να χαριστεί στις αδυσώπητες μυλόπετρες της αυτοτιμωρίας..
Ίαση  δεν υπάρχει , ούτε καν επούλωση.
Κουβαλά το αμάρτημα ως το θάνατο. Είναι η μοίρα της.
Ένα αμετάδοτο βίωμα ,γεμάτο ερημιά, που δεν θα προσπερασθεί ποτέ…
«φρικτή και αμείλικτη κόλαση» , που καταλήγει σε δάκρυα και σιωπή:
«οι οφθαλμοί της επληρώθησαν δακρύων κι εγώ εσιώπησα»

Πηγή: Φωτόδεντρο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου