Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Απόψεις για το "Όνειρο στο κύμα"

«Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι φωτογράφος, είναι ψυχογράφος. Δε μένει σε όσα ακούει και βλέπει, στο περίγραμμα, προχωρεί σε όσα διαισθάνεται, έτσι δεν ζωγραφίζει απλώς, αλλά δημιουργεί ανθρώπους, κοινωνίες, χώρους».

«Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι ρομαντικός ονειροπόλος πραγμάτων φανταστικών ή εκφραστής συναισθημάτων επιθυμητών χωρίς αντίκρισμα. Είναι ένας ρεαλιστής συγγραφέας. Ερωτεύεται το συγκεκριμένο και όχι το αφηρημένο. Κάθε  ήρωάς του έχει το όνομα και το επώνυμό του, κάθε τοποθεσία την ονομασία της. Η επιμονή του να αραδιάζει ένα σωρό ονόματα δεν είναι λογοτεχνική μανιέρα. Στον Παπαδιαμάντη δεν υπάρχουν ήρωες πρώτης και δευτέρας κατηγορίας. Όλοι είναι καταξιωμένοι: πρωταγωνιστές και κομπάρσοι. Όλοι αυτοί βαραίνουν το ίδιο στη ζυγαριά, γιατί όλοι, με τα ντέρτια και τα μεράκια τους, με τις μεγαλοσύνες και τις μικρότητές τους, είναι τέκνα Θεού, καταξιωμένα και καθαγιασμένα από Αυτόν».

«Ο Παπαδιαμάντης είχε το θείο χάρισμα να θεάται τον κόσμο σαν ποιητής και κατόρθωσε, ως δημιουργός, να ενοφθαλμίσει στην (ρεαλιστική και νατουραλιστική) πεζογραφία του τους τρόπους και τις δυνατότητες της ποίησης…
… με μεγαλύτερη ποιητική ένταση και αντίστοιχη υποχώρηση του ρεαλιστικού στοιχείου είναι και το διήγημα «Όνειρο στο κύμα», όπου ο ήρωας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του. Όλα κινούνται στο χώρο του συμβολισμού, τόσο του προσωπικού, όσο και του υπερβατικού, σύμφωνα με τον οποίο αντικείμενα, εικόνες ή καταστάσεις του υπαρκτού κόσμου ανάγονται σε σύμβολα ενός κόσμου άχρονου, τέλειου και θείου. Στο πλαίσιο αυτό η αντίθεση ανάμεσα στο θλιβερό παρόν του ήρωα – αφηγητή και το ευτυχισμένο – παιδικό ή νεανικό – παρελθόν του, αποτέλεσμα της φθαρτικής επίδρασης του χρόνου, συμβολοποιείται σε προσωπικό επίπεδο με το «Όνειρο στο κύμα» από το οποίο τώρα δεν μένει παρά η ονειρώδης ανάμνηση της λουόμενης κόρης. Σε επίπεδο όμως υπερβατικού συμβολισμού, αυτή η έκπτωση από μια προηγούμενη, ανώτερη και ευτυχέστερη κατάσταση σε ένα ατελές και θλιβερό παρόν, συμβολίζει την Πτώση του Ανθρώπου από τον Παράδεισο της Εδέμ».

«Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι απλώς ένας «ρεγιοναλιστής» συγγραφέας που «σπουδάζει εκ του σύνεγγυς» και συγχρονικά το ελληνικό χωριό, αλλά ένας συγγραφέας ο οποίος από την πρωτεύουσα που εξευρωπαίζεται και εκμοντερνίζεται εστιάζει τη ματιά του σε μια συγκεκριμένη περιοχή, τοπικά (εγγύς αγροτοποιμενικό παρελθόν της Σκιάθου) και αργότερα και χρονικά απομακρυσμένη (παιδική ηλικία), προκειμένου να αναδημιουργήσει έναν «μικρόκοσμο», μέσω του οποίου συλλαμβάνει ό,τι θεωρείται κάθε φορά για αυτόν πρόσφατη εκδοχή του Παραδείσου ή της Χρυσής Εποχής. Με αυτόν τον τρόπο το παπαδιαμαντικό κείμενο γίνεται ένα ταξίδι μέσω της μνήμης για την ανα-από-κάλυψη της χαμένης ενότητας του ανθρώπινου προσώπου και του φυσικού κόσμου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η μνεία αυτοβιογραφικών στοιχείων ή αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας δεν εξαντλείται αν διαβαστεί ως συγκεκριμένη πληροφορία. Μάλλον κερδίζει, όταν λειτουργεί ως εξιδανικευμένη απεικόνιση ενός απομακρυσμένου τρόπου ζωής που ανταποκρίνεται στην κοινή ανθρώπινη (και εθνική) εμπειρία, όπως και πάλι πρώτος παρατήρησε ο Παλαμάς».

«Σε ένα γλωσσικό αμάγαλμα καθαρεύουσας, εκκλησιαστικής, δημοτικής και ιδιωματισμών ξεδιπλώνει την αφηγηματική του άνεση, διαποτισμένη αφενός από γνήσια ποιητική πνοή η οποία όμως «δένει» αρμονικά με το ρεαλισμό στην απόδοση των καταστάσεων και τη διαγραφή των απλών και ταπεινών «ηρώων» του της Σκιάθου ή της Αθήνας. Αυτός ακριβώς ο «μαγικός ρεαλισμός» συνιστά ίσως την ιδιαίτερη γοητεία  και τη μοναδικότητα του Παπαδιαμάντη».

«Όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα προέρχονται από την αντικειμενική πραγματικότητα – καθώς αυτή έχει περάσει στην ανάμνηση – από την οποία κρατούν μια έκτακτη ζωντάνια και μια σχεδόν φυσική παρουσία.
Παρά ταύτα μέσα στην αντικειμενικότητα τούτη περνά η προσωπική αίσθηση και συγκίνηση του συγγραφέα. Τα πρόσωπα, ενώ έχουν δικιά τους, ρεαλιστικά δοσμένη, υπόσταση και ανεξαρτησία, είναι συνάμα και κατά κάποιο τρόπο «σύμβολα» του υποκειμένου. Υπάρχει μια βαθύτερη σύμπτωση ή συμφωνία ανάμεσα στο συγγραφέα και στα πλάσματά του. Έχουν τις ιδέες του, τις αντιλήψεις του, τη νοοτροπία του, το πάθος του, την πίστη, τη μελαγχολία, την αδράνεια, όλο τον ιδιότυπο ψυχικό του πλούτο, σα να είναι άλλες τόσες περιπτώσεις αποχρώσεων του προσώπου του.
Και στο χώρο υπάρχει μια σύνθεση αντιθέσεων. Μέσα στο στενό χώρο τοπίου και ζωής ο συγγραφέας κατορθώνει και δίνει έκταση και πλάτος εποπτείας ψυχικών καταστάσεων και ανθρωπίνων φυσιογνωμιών».

«Ότι ο Παπαδιαμάντης έκλεισε μες στις «αναμνήσεις» του ένα υπολογίσιμο τμήμα της ζωής του, δεν χωρεί αμφιβολία. Αρκεί μια πρώτη οριζόντια ανάγνωση για να δείξει πώς τα διηγήματα αυτά αποτελούν, ανάμεσα στα άλλα, και μια αναντικατάστατη βιογραφική πηγή. Κάποτε, η εντύπωση πως στο διήγημα ενσωματώνονται σελίδες από ένα προσωπικό ημερολόγιο είναι κυριαρχική. Ο αφηγητής εμφανίζεται με την πραγματική ταυτότητα του ή κρύβεται πίσω από ψευδώνυμα».

«Όταν λέμε ότι ο Παπαδιαμάντης «αυτοβιογραφείται» εννοούμε ότι κάθε άξιος συγγραφέας αντλεί τη γλώσσα του, τη φρασεολογία του, τις εμπειρίες του, τις εμπνεύσεις του, ιδίως την επένδυση των εμπνεύσεών του, από μέσα του, από την τεράστια παρακαταθήκη βιωμένων πραγμάτων, καταστάσεων και γεγονότων, μεταμορφωμένων πια σε λέξεις και φράσεις, που ο κάθε συγγραφέας – και ο κάθε άνθρωπος – διαθέτει. Δεν εννοούμε ότι ο συγγραφέας αναπαριστάνει τη ζωή του, αν και δεν είναι εκ των προτ’ερων καταδικάσιμο, ούτε και αυτό. Εξαρτάται από την τομή και το δόσιμο που θα γίνει. Ο Παπαδιαμάντης μπορεί να ονομασθεί πιο πολύ βιωματικός παρά αυτοβιογραφικός συγγραφέας. Δημιουργεί την εντύπωση ότι τα έζησε όλα αυτά για τα οποία γράφει, ενώ ακόμη και δια της κοινής λογικής μπορούμε να βρούμε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό. Υπάρχει στο έργο του ένα πλήθος ιστοριών τις οποίες για λόγους απλούς δεν μπορεί να τις έζησε ο ίδιος, αλλά πρέπει να τις άκουσε, να τις είδε ίσως εκ του μακρόθεν και προπαντός να τις έμαθε από άλλους ή παλαιότερους.
Οι ιστορίες αυτές είναι πλασμένες ή ξαναπλασμένες από τον συγγραφέα με τα υλικά του χώρου τους, που τα παρέχει η μετά αγάπης αναστροφή του μέσα σε αυτό το περιβάλλον. Λοιπόν οι απόμακρες αυτές ιστορίες δεν είναι αυτοβιογραφικές, αλλά αποτελούν αφορμές για ανάπλαση ζωής».

«Οι ήρωες και οι ηρωίδες του Παπαδιαμάντη αντί να δρουν, παραδίδονται συχνά στις σκέψεις και τις αναμνήσεις τους, στοχάζονται για το παρόν και το παρελθόν τους, αποκαλύπτοντας αόρατες ψυχικές διεργασίες που διαγράφουν μια εσωτερική αλλαγή, αποτέλεσμα της σταδιακής τους συνειδητοποίησης και αυτογνωσίας. Με την τεχνική αυτή το παπαδιαμαντικό διήγημα διαψεύδει τις προσδοκίες για κίνηση μέσα στο χρόνο που δημιουργεί το ρεαλιστικό πεζογράφημα, υποχρεωμένο να «αφηγηθεί μια ιστορία», και δίνει αντίθετα στον αναγνώστη την εντύπωση μιας στοχαστικής στάσης, μέσα στο χρόνο, με την οποία, όπως ακριβώς και στο λυρικό ποίημα, αποτυπώνεται ένα βίωμα ή αποκαλύπτεται μια ψυχική κατάσταση.
Τη στατικότητα του διηγήματος ενισχύει και ο τρόπος παρουσίασης του σκηνικού με τις χαρακτηριστικές εκτενείς παπαδιαμαντικές περιγραφές που αναστέλλουν τη δράση. Η λειτουργία των περιγραφών αυτών, στις οποίες εκδηλώνεται με όλη την ένταση η ποιητικότητα της παπαδιαμαντικής γλώσσας, δεν περιορίζεται στη μετάδοση των αναγκαίων ρεαλιστικών πληροφοριών για το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν, κινούνται και δρουν οι χαρακτήρες. Οι περιγραφές επιτελούν και μια λειτουργία οδηγητική για τον αναγνώστη, ώστε να συλλάβει το βαθύτερο νόημα του διηγήματος. Αυτό γίνεται δυνατό κάθε φορά που τόποι, τοπία ή εξωτερικές εικόνες, επειδή περιγράφονται με τρόπο αφαιρετικό ή μεταφορικό που υπογραμμίζει την αναλογία τους με κάτι  άλλο, ανάγονται τελικά σε σύμβολα ποιητικά.
Σε άλλες περιπτώσεις πάλι μια εξωτερική εικόνα της φύσης περιγράφεται ρητά ή υπαινικτικά με βάση την αναλογία προς την ψυχική κατάσταση του ήρωα, αποκτά δηλαδή τη λειτουργία «αντικειμενικής συστοιχίας» που έδωσε στην εικονοποιία του ο συμβολισμός».

«Το «Όνειρο στο κύμα» ανήκει στον ισχυρό τύπο ομοδιηγητικής αφήγησης, όπου ο αφηγητής δεν παρουσιάζεται με δευτερεύοντα ρόλο, ως περαστικός, στην ιστορία που αφηγείται, αλλά είναι ο κεντρικός ήρωας της δικής του ιστορίας, ο πρωταγωνιστής. Στον τύπο αυτό δόθηκε η ονομασία αυτοδιηγητική αφήγηση.Θα μπορούσαμε να κατατάξουμε το διήγημα στις αναμνήσεις που μοιάζουν με απομνημονεύματα και περιορίζονται σε κάποιες στιγμές της προσωπικής ιστορίας του αφηγητή.
Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι, ενώ τα απομνημονεύματα αναφέρονται σε αναδρομική εξιστόρηση εξωτερικών επί το πλείστον γεγονότων, που δικαιώνουν την παρελθούσα ζωή, ο Παπαδιαμάντης υιοθετεί το ακόλουθο σχήμα: προκρίνει δυο στιγμές, που είναι συνήθως χρονικά απομακρυσμένες η μια από την άλλη. Κατά κανόνα η πρώτη αναφέρεται στην παιδική ηλικία του ήρωα, ενώ η δεύτερη δηλώνει το πέρασμα προς την ωριμότητα. Αυτό λοιπόν που υπογραμμίζεται είναι κάποιο γεγονός που σχετίζεται από τον αφηγητή με την ιδιωτική πλευρά της ύπαρξής του, αυτό προβάλλει την τάση μετάβασης από τα εξωτερικά γεγονότα στον έσω άνθρωπο, κοντολογίς μια εξομολογητική τάση. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι οι παπαδιαμαντικές αυτοδιηγητικές αφηγήσεις βρίσκονται ανάμεσα στο απομνημόνευμα και στην εξομολόγηση.
Και στις περιπτώσεις αυτές ο αφηγητής – πρωταγωνιστής κοιτάζει πίσω στο χρόνο και βλέπει τα γεγονότα της προηγούμενης ζωής του αναδρομικά. Από τη χρονική διαφορά προκύπτει η διφυία της αυτοδιηγητικής αφήγησης που αγνοήθηκε όμως γενικά από τους μελετητές της οπτικής γωνίας.
Το Εγώ αυτών των αφηγήσεων έχει διπλή υπόσταση: είναι το Εγώ της ιστορίας και το Εγώ της αφήγησης που συνήθως αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα τον εαυτό που βιώνει και τον εαυτό που αφηγείται. Οι δυο αυτές πλευρές του Εγώ χωρίζονται μεταξύ τους από ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο διάστημα χρόνου (την αφηγηματική απόσταση). Αυτός που έζησε το παρελθόν και αυτός που το διηγείται είναι και δεν είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτός που έζησε «είδε» τα γεγονότα (αντιληπτική οπτική γωνία), ενώ αυτός που τα διηγείται δεν περιορίζεται στην απλή αναμετάδοση της όρασης, αλλά επενδύει κάθε περιστατικό με κάποια ιδεολογία (εννοιολογική οπτική γωνία)».

«Η περιγραφή είναι το πρώτο από τα στοιχεία τα ρομαντικά του Παπαδιαμάντη. Ο Παπαδιαμάντης γίνεται ρομαντικός, για να γίνει πραγματικός. Περνά, μαζί στην πραγματικότητα και στο ρομαντισμό. Και μόνον έτσι, και μόνο σε τούτο θα μπορούσε να γίνει εκείνος ρομαντικός. Γιατί μόνο ο ρομαντισμός περιγράφει, και όποιος περιγράφει είναι ρομαντικός, κι όλα αυτά δεν έχουν σημασία ούτε πολεμικής, ούτε άμυνας, εννοείται, απλώς σημασία κατατάξεως, ακαδημαϊκή…
Στην περιγραφή υπάγεται και η πιστότητα των διαλόγων του Παπαδιαμάντη. Κι όχι μόνο τη φυσικότητα, όχι μόνο τη δύναμη, όχι μόνο το τυπικό, μα ακόμα και το φωνητικό μέρος το διασώζει ακέραιο – και τούτο μαζί με όλους τους ξενισμούς ή με τους παιδισμούς, ή με ότι το ιδιότροπο, το ανώμαλο, το πρωτότυπο – φθάνει να είναι πραγματικό».

«Θα έλεγα ότι υπάρχουν στη γλώσσα του τρεις (ή τέσσερις) αναβαθμοί: στους διαλόγους του χρησιμοποιεί, σχεδόν φωτογραφικά αποτυπωμένη την ομιλουμένη λαϊκή γλώσσα, πολλές φορές  και με τους σκιαθίτικους ιδιωματισμούς. Υπάρχει και μια άλλη γλώσσα για την αφήγηση, με βάση βέβαια την καθαρεύουσα, μια καθαρεύουσα όμως αρκετά χαλαρή και καθόλου ψυχρή, και με πρόσμειξη (όχι μόνο στο λεξιλόγιο, αλλά και στο τυπικό και στη σύνταξη) πολλών στοιχείων της δημοτικής, αυτό είναι ίσως το πιο προσωπικό του ύφος Και τέλος υπάρχει και μια προσεγμένη και αμιγής καθαρεύουσα , η κληρονομημένη από την παλαιότερη πεζογραφία του Π. Καλλιγά ή του Α. Ρ.Ραγκαβή, που ο Παπαδιαμάντης την επιφυλάσσει στις περιγραφές καθώς και στις λυρικές του παρεκβάσεις».

Για το «Όνειρο στο κύμα»

«Από τα εισαγωγικά εικάζει κανείς την προέκταση του «συγγραφικού δόλου» (της πλαστοπροσωπίας του Παπαδιαμάντη): ότι δηλαδή αποβλέπει στη λήθη του αναγνώστη, μόλις απομακρυνθεί από την αρχή του κειμένου και στη διατήρηση της πλάνης αυτής (μιας πλάνης της αυτοβιογραφικότητας) μέχρι το τέλος, οπότε το κλείσιμο των αρχικών εισαγωγικών και η υπογραφή «(Δια την αντιγραφήν) Α. Παπαδιαμάντης» να καταργήσουν κάθε υπόνοια».

Ερωτισμός και βιωματικότητα

«Ο βοσκός στο διήγημα «Όνειρο στο κύμα», που έσωσε την ωραία Μοσχούλα από πνιγμό και έμεινε πάνω του για πάντα η αίσθηση της επαφής, αργότερα ηλικιωμένος διαλογίζεται: «Τάχα η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουόμενης κόρης μ’ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! Ακριβώς, η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός», «Ω, ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη»! Μέσα από το βοσκό μιλάει ο Παπαδιαμάντης, εξομολογείται. Μας λέει πως στέκει στο μεταίχμιο: ανάμεσα στον πόθο και στην αγνότητα»

«Η όραση, αυτόνομη, γίνεται τις περισσότερες φορές το κύριο μέσο διαφυγής για την ανεκπλήρωτη επιθυμία. Η θέα του γυμνού γυναικείου σώματος, κυρίαρχη φαντασίωση του Παπαδιαμάντη είναι η μόνη δυνατή προσέγγιση του απαγορευμένου καρπού, κάτι σαν υποκλοπή του από έναν ένοχο επιδρομέα.
…ο αφηγητής του «Όνειρο στο κύμα» θα αγγίξει το σώμα της γυμνής κόρης μόνο μισοπνιγμένο και αναίσθητο.
Πολλές φορές ο ερωτισμός του συγγραφέα μας μεταφέρεται στη φύση και αγκαλιάζει τα άψυχα αντικείμενα σαν ανθρωπόμορφα υποκατάστατα του γυναικείου κορμιού. Θα ήταν εύκολο, στις περιπτώσεις αυτές, να μιλάμε για απλή φυσιολατρεία ή για παγανιστική αίσθηση του ελληνικού τοπίου, αφού, πραγματικά, ο «ειδωλολάτρης» Παπαδιαμάντης δεν είναι λιγότερο υπαρκτός από το χριστιανό. Ωστόσο, αυτό που δεν προσέχτηκε εδώ, είναι νομίζω, το επίμονο μοτίβο της μεταμόρφωσης…
Άλλες φορές η μεταμόρφωση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο, σαν αλλαγή ταυτότητας και σαν υπόδηση ενός ξένου ρόλου, έτσι λ.χ. ο άνθρωπος που μιλά στο «Όνειρο στο κύμα» υπήρξε ένας ωραίος δεκαοχτάχρονος έφηβος, βοσκός και σατυρίσκος του βουνού… Ο αληθινός Παπαδιαμάντης δεν είναι καλός ή κακός, υποκριτής ή άγιος, εγκρατής ή λάγνος, άγγελος ή δαίμονας, αλλά, πριν από όλα, ένας άνθρωπος με συγκεκριμένους τραυματισμούς και με ακόμα πιο συγκεκριμένες ανάγκες, ακρωτηριασμένος κι ωστόσο ενιαίος, ένας άνθρωπος που αγωνίζεται να ισοσκελίσει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του, να επιζήσει ή και να αυτοκαταστραφεί με τον τρόπο του, σύμφωνα με τις δυνατότητές του.
Έτσι κοιταγμένες, οι συμπεριφορές του δεν παρουσιάζουν καμία ουσιαστική αντίφαση. Ο χριστιανός και ο παγανιστής Παπαδιαμάντης είναι το ίδιο πρόσωπο και ο πρώτος και ο δεύτερος επισημαίνουν την πίεση των ίδιων απαγορεύσεων, των ίδιων ακρωτηριασμών και των ίδιων αναγκών, μόνο που ό,τι δαμάζεται συνειδητά στη μία περίπτωση διαφεύγει ασυνείδητα στην άλλη. Ο άνθρωπος της εκκλησίας, ο νοσταλγός διηγηματογράφος και ο άνθρωπος της ταβέρνας υπακούουν στην ίδια λογική: παντού εκφράζεται η ίδια ανάγκη της φυγής και της αναχώρησης».

«Η επί γης ευτυχία είναι μια στιγμούλα και η στιγμούλα αυτή ένα σκαλοπάτι για να περάσεις από το άλλο μέρος του θανάτου. Έτσι του δόθηκε του υποθετικού βοσκού, στην ιστορία της Μοσχούλας, της γυμνής εκείνης κολυμβήτριας που κινδύνεψε να πνιγεί μια νύχτα στο φέγγος της σελήνης, έτσι του δόθηκε η χάρη…
Είναι χαρακτηριστικά τα διαδοχικά στάδια κι έχουν σημασία επειδή επαναλαμβάνονται με μικρές παραλλαγές, πολύ συχνά: η καθαρή αίσθηση που γίνεται πρώτα μια στιγμή ευτυχίας, ύστερα γίνεται ιδανικό υψηλό, τέλος χάνεται για να προβληθεί στο επίπεδο το πέραν του θανάτου. Στα παρασκήνια της μυστικ’οπαθης ψυχής του, η μία αγάπη πληρώνει για την άλλη, η μία Μοσχούλα «που εσχοινιάσθη και επνίγη» για την άλλη Μοσχούλα που εξακολουθεί να ζει ώσπου να μεταβληθεί, μαζί με όλες τις άλλες, σε μια γυναίκα συμβατική από αυτές που δεν τον ενδιαφέρουν καθόλου. Είναι μια διαρκής μετατόπιση παλινδρομική ανάμεσα στην αίσθηση και στην καθαρότητα της αίσθησης, ένα είδος αντικατοπτρισμού στο ηθικό επίπεδο, που του είναι ήδη στο αισθητικό, προσφιλής».

«Ακόμα πιο τυπικό στοιχείο του αρκαδικού τοπίου είναι ο hortus conclusus , το κλειστό περιβόλι, μια μικρή Εδέμ, μακριά από τον πολύβουο κόσμο, όπου σε διαρκή αιθρία καλλιεργούνται τα πιο λεπτά και ευγενικά αισθήματα. Και οι δύο ηρωίδες του Παπαδιαμάντη διαθέτουν ένα τέτοιο περιβόλι…
Ο αρκαδικός κόσμος εκδιπλώνεται σαν ένας λαμπρός πίνακας χωρίς προοπτική βάθους, τα ψυχικά χαρακτηριστικά των ηρώων τυποποιούνται και υποτονίζονται. Ο πολύπλοκος ψυχικός κόσμος ανήκει σε όσους, σαν τη Φωτεινή και τον ώριμο δικηγόρο, έχουν γευτεί τη φθορά και την απογοήτευση. Οι νεαροί ήρωες είναι ωραίοι μόνον όπως οι εικόνες της φαντασίας μπορεί να είναι. Πράγματι, σε ολόκληρη την παράδοση του ποιμενικού ειδυλλίου ισχύει ένας ευδαιμονισμός με κέντρο την ερωτική ζωή. Ο έρωτας είναι παρθενικός, αγνός και ειλικρινής, αλλά ταυτόχρονα ελεύθερος από ηθικούς και κοινωνικούς περιορισμούς. Τα πρόσωπα είναι ερωτικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου