Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Γ. Παυλόπουλος, Αντικλείδια

Ο Γιώργης Παυλόπουλος εντάσσεται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, μια γενιά που χαρακτηρίζεται από τις κοινές ιστορικές μνήμες και εμπειρίες της εποχής του εμφυλίου και της κατοχής. Το έργο του Γιώργη Παυλόπουλου συνδυάζει τα προσωπικά βιώματα με τα ιστορικά, κοινωνικά και ηθικά στοιχεία και προεκτάσεις και στη βάση της αναζήτησης των μηχανισμών κάτω από τους οποίους λειτουργεί η ποίηση. Σε μια πρώτη φάση της ποιητικής του δημιουργίας ασχολείται με την πολιτική – κοινωνική ποίηση, στη συνέχεια όμως περνάει σε ποιήματα με θέμα τη διαδικασία της ποιητικής σύνθεσης. Η προσπάθειά του (που αρχίζει με τη συλλογή «Αντικλείδια») είναι να καταγράψει όλα όσα αισθάνεται κατά τη στιγμή της ποιητικής δημιουργίας και λειτουργίας. Ο ποιητής συνεχώς προσπαθεί να προσεγγίσει τη βαθύτερη ουσία της ποίησης αλλά αυτή η προσπάθεια πέφτει συνεχώς στο κενό. 
Ο Γιώργης Παυλόπουλος από τις ιδέες του παρελθόντος καταλήγει στη διαμόρφωση ενός αλληγορικού σύμπαντος όπου το συγκεκριμένο και πραγματικό της ποίησης εμπλέκεται με το φανταστικό και ονειρικό που είναι πιο γνήσιο.
Ανάλυση του κειμένου
 
 

Με τα «Αντικλείδια» ξεκινά η δεύτερη φάση της δημιουργίας του ποιητή, όπου το θέμα είναι η ποίηση και η σχέση του δημιουργού με την ποιητική διαδικασία. Το ποίημα «Αντικλείδια», παρότι αναφέρεται σ’ ένα θέμα θεωρητικό, όπως «τι είναι η ποίηση;», παρουσιάζει εικόνες και καταστάσεις απτές και καθημερινές: η πόρτα, το κλειδί, τα αντικλείδια.
 Όλα αυτά τα στοιχεία χρησιμοποιούνται για να εξηγήσουν κάτι αφηρημένο και χρόνια δυσεπίλυτο πρόβλημα/έννοια: την ποίηση. Ο ομιλητής αφηγείται μια απλή ιστορία με γνωμικό χαρακτήρα. Έτσι η αφήγησή του λειτουργεί ως παραβολή με αλληγορικό χαρακτήρα και διδακτική προοπτική. Σύμφωνα μ’ αυτόν τον ποιητικό μύθο η ποίηση είναι μια ανοιχτή πόρτα. Κάποιοι ρίχνουν μια ματιά μέσα και προσπερνούν αδιάφοροι. Κάποιοι άλλοι όμως, οι ποιητές, μαγεύονται και προσπαθούν να μπουν από την πόρτα, όμως αυτή κλείνει. Εκείνοι προσπαθούν να μπουν φτιάχνοντας αντικλείδια (ποιήματα). Όμως η πόρτα και πάλι παραμένει κλειστή, όσα ποιήματα κι αν γραφούν. Υπάρχει λοιπόν μια συνεχής προσπάθεια να παραβιαστεί μια πόρτα φαινομενικά ανοιχτή. Η βασική εικόνα είναι η πόρτα. Αυτή συμπληρώνεται από δύο επιμέρους εικόνες, το κλειδί και το αντικλείδι. Ο συνδυασμός των εικόνων αυτών αποδίδει το βασικό θέμα του ποιήματος: η μοίρα της προσπάθειας για ποιητική έκφραση είναι να μένει ανολοκλήρωτη και το ποίημα είναι μια αλλεπάλληλη προσπάθεια που δεν έχει κατάληξη.
Ο ορισμός της Ποίησης, με τον οποίο αρχίζει το ποίημα, φαίνεται αρχικά απλός αλλά το εύρος του περιορίζεται με τους υπόλοιπους στίχους που δηλώνουν το άβατο της πόρτας της ποίησης. Ο ποιητής διακρίνει δύο ομάδες ανθρώπων μπροστά σ’ αυτή την πόρτα της ποίησης: η πρώτη ομάδα είναι οι «πολλοί» που κοιτάζουν αδιάφορα και προσπερνούν. Η δεύτερη ομάδα, που θα απασχολήσει και τη συνέχεια του κειμένου, είναι οι λίγοι, εκείνοι που αντιλαμβάνονται κάτι κοιτώντας μέσα από την πόρτα και μαγεύονται, θέλοντας να μπουν και να κατακτήσουν την ποίηση. Όταν όμως προσπαθούν να μπουν, τότε η πόρτα κλείνει. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει ένας συνεχής αγώνας με σκοπό το άνοιγμα της πόρτας. Οι προσπάθειες δίνονται με κλιμακωτή μορφή και αύξουσα πορεία. Αρχικά χτυπούν την πόρτα όμως κανείς δεν υπάρχει πίσω από την πόρτα για να τους ανοίξει. Αμέσως μετά ψάχνουν να βρούνε το κλειδί αλλά δεν ξέρουν ποιος το έχει. Κανείς όμως δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια γιατί αυτό που τους μάγεψε μέσα από την πόρτα τους έχει αναστατώσει, τους έχει αποπροσανατολίσει και τους έχει γίνει έμμονη ιδέα. Το ερέθισμα που κάνει τους ποιητές να θέλουν να μπουν στην πόρτα της ποίησης είναι διαφορετικό και ποικίλλει. Ο καθένας αναζητά στην ποίηση τη χαρά, την ομορφιά, την ευτυχία, τη λύτρωση, τη φυγή από την πραγματικότητα, ένα μέσο επικοινωνία; Ή την παρηγοριά. Οι άνθρωποι αυτοί καταθέτουν ακόμα και την ίδια τους τη ζωή προκειμένου να βρουν ένα μυστικό τρόπο για να ανοίξουν την πόρτα. Ο αγώνας τους είναι σκληρός και αδυσώπητος. Στην κλιμάκωση των προσπαθειών τους το τελευταίο σκαλί είναι τα αντικλείδια, τα ποιήματα με τα οποία προσπαθούν να διεισδύσουν στο χώρο της ποίησης. Όμως όλες οι προσπάθειες καταλήγουν στο κενό,  αφού η πόρτα μπορεί να ανοίξει με το ένα και μοναδικό κλειδί που κανένα αντικλείδι δεν μπορεί να το αντικαταστήσει. Έτσι η πόρτα δεν μπορεί ν’ ανοίξει, αλλά όσοι έχουν μαγευτεί από το βάθος που διέκριναν μέσα από την πόρτα, εξακολουθούν να καταβάλλουν προσπάθειες φτιάχνοντας αντικλείδια.
Το ηθικό δίδαγμα του μύθου και ο αποσυμβολισμός του γίνεται στους στίχους 9 – 12. τα αντικλείδια συμβολίζουν τα ποιήματα και ο Παυλόπουλος αναφέρεται σε όλα τα ποιήματα του παρελθόντος, του παρόντος αλλά και του μέλλοντος, με τα οποία κάθε ποιητής ευελπιστεί ότι θα ανοίξει την πόρτα της ποίησης. Όλη η διαδικασία διαιωνίζεται, φτιάχνοντας συνεχώς αντικλείδια – ποιήματα με στόχο πάντα το άνοιγμα της πόρτας. Ο ποιητής ταυτίζεται με όλους εκείνους «τους λίγους» που έχουν μπει σ’ αυτή τη διαδικασία (για ν’ ανοίξουμε την πόρτα), όλους εκείνους που μαγεύτηκαν από το βάθος που υπήρχε μέσα από την πόρτα και φτιάχνουν αντικλείδια.
Το ποίημα, ακολουθώντας το σχήμα του κύκλου, τελειώνει με το στίχο με τον οποίο Άρχισε. Η διαφορά έγκειται στη χρήση του αντιθετικού συνδέσμου μα: «Μα η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή» παρά το γεγονός ότι τα ποιήματα – αντικλείδια δεν μπορούν ν’ ανοίξουν την πόρτα της ποίησης, ωστόσο ένας ατελείωτος κύκλος έχει ανοίξει: η πόρτα είναι ανοιχτή και όποιος δει μέσα από αυτή και μαγευτεί μπαίνει στη διαδικασία να την ανοίξει αφού τη βλέπει ερμητικά κλειστή.


Συμπεράσματα
 
Ο ποιητής είναι φανερό ότι θέλει να δηλώσει πως η ποίηση είναι κάτι άπιαστο, ένας μαγικός κόσμος που ποτέ δεν πρόκειται να αποκαλυφθεί. Τα μυστικά της είναι ερμητικά φυλαγμένα και αν κανείς ποτέ τα κατακτούσε τότε ο κόσμος της θα απομυθοποιούνταν. Η ποίηση όμως είναι μια πόρτα ανοιχτή γιατί ανήκει σε όλους, χωρίς ποτέ κανείς να την κατακτήσει ατομικά.
Ο Δ. Μαρωνίτης γράφει: «Αν ό,τι λέμε ποίηση δεν είναι μόνο και τόσο το άθροισμα των εκατομμυρίων ποιημάτων που γράγφτηκαν πάνω στη γη, αλλά προπάντων ο ρυθμός που συνέχει τον μέσα και τον έξω κόσμο, τότε η τύχη του ποιήματος εξαρτάται από το κατά πόσο αναπολεί και ανακαλεί αυτόν τον κρυφό ρυθμό, που κάποτε γίνεται και ονειρικός εφιάλτης. Ας πούμε λοιπόν πως το κάθε ποίημα είναι ένα βέλος μοναχικό που σκοπεύει το ρυθμικό κέντρο του κόσμου και φαντάζεται πως είναι και μοναδικό, σημάδι και σύμβολο, εκείνης της κρυμμένης ποίησης. Αν καθ’ οδόν πολλαπλασιάζεται, τούτο συμβαίνει γιατί ο ποιητής αισθάνεται πως η βολή κάπως και κάπου αστόχησε, και ξαναδοκιμάζει. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι πως τα «Αντικλείδια» του Παυλόπουλου πρέπει πρώτα να ακουστούν μόνα τους: ως δοκιμές για να οριστεί το άπιαστο είδωλο της ποίησης και το φάντασμα του ενός ποιήματος. Κι αυτή είναι η πρώτη τους αρετή»
Πολλά έχουν γραφεί για το ποίημα. Αυτό όμως είναι εντελώς φυσικό, γιατί ένα ποίημα που έχει ως θέμα την υφή της ίδιας της ποίησης αναπόφευκτα θα τραβήξει το ενδιαφέρον των κριτικών και θεωρητικών της ποίησης. Αλλά το ποίημα δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις στα ερωτήματα για τη φύση της ποίησης που απασχολούν και τον ίδιο τον ποιητή. Οι δυσκολίες γίνονται μεγαλύτερες καθ’ όσον προσπαθούμε να διατυπώσουμε τις ιδέες του ποιητή για τη φύση της ποίησης ανεξάρτητα από το ποίημα. Έτσι πολλοί, στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν τις ιδέες του ποιητή ανεξάρτητα από το ποίημα, έχουν αντιμετωπίσει ερωτήσεις που φαίνονται αναπάντητες. Αν η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, γιατί χρειαζόμαστε αντικλείδια; Αν η ποίηση είναι πόρτα, σε τι είναι πόρτα; Όταν κοιτάμε μέσα, σε τι κοιτάμε;
Ίσως όμως κάτι μπορεί να καταλάβουμε από το νόημα του ποιήματος χωρίς να απαντήσουμε όλες αυτές τις ερωτήσεις. Η ποίηση, μας λέει ο ποιητής, είναι μια πόρτα ανοιχτή. Μερικοί συναντούν την πόρτα και την προσπερνούν. Δεν κοιτάζουν για τίποτα, αλλά ούτε και βλέπουν τίποτα. Αυτοί όμως που βλέπουν κάτι και που συναρπάζονται από τη μαγεία του, προσπαθούν να μπουν μέσα – προσπαθούν να δουν περισσόετρα. Η πόρτα (η ποίηση) τότε κλείνει και δεν υπάρχει κλειδί για αυτήν. Αναπόφευκτα μερικοί χάνουν όλη τους τη ζωή ψάχνοντας για το ανύπαρκτο κλειδί που θα τους ανοίξει την πόρτα της ποίησης – θα τους επιτρέψει να εννοήσουν τη φύση της. Δυστυχώς ή ευτυχώς, το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς, είναι αντικλείδια – δηλαδή ποιήματα. Με άλλα λόγια, η κατανόησή μας του ποιητικού κόσμου, αυτό που προσπαθούμε να αρπάξουμε με το μάτι μας όταν κοιτάμε μέσα, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τα ποιήματα που δημιουργούμε.
Η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης σου. Η στιγμή αυτή της αλήθειας είναι απατηλή και πρόσκαιρη όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας. Γρήγορα ξαναρχίζεις, πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση. Και η μόνη φιλοδοξία σου είναι να μην καταλάβει ποτέ κανείς την αγωνία σου όταν έγραφες το έργο σου, να μην φανεί ποτέ μέσα στο έργο το παραμικρό σημάδι αυτής της αγωνίας. Τα πράγματα που αγγίζουν σε βάθος τη ζωή μας, όπως η Ποίηση, μπορεί να ειπωθούν μονάχα μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες μας. Δεν ορίζονται μέσα από θεωρίες και αφηρημένες έννοιες. Δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την Ποίηση. Ωστόσο μπορούμε να τη φανταζόμαστε και να την ονειρευόμαστε σαν μια πόρτα ανοιχτή.
Ο Παυλόπουλος έχει ντύσει ένα ολόκληρο ποιητικό έργο, έναν πολυδιάστατο ποιητικό κόσμο. Δεν μας αναγκάζει να διαρρήξουμε τις πόρτες αυτού του κόσμου. Ούτε όμως αφήνει πάνατα τις πόρτες του ανοιχτές. Μας δίνει τα αντικλείδια για να μπούμε μέσα του, να τον αναγνωρίσουμε, να δούμε ότι οι πόρτες του είναι άπειρες και να ξαναβγούμε στο δικό μας κόσμο πολύ πιο πλούσιοι από πριν.
Η μετακίνηση του Παυλόπουλου από τη συμβολική διαστρωμάτωση του ποιητικού μύθου στην παραβολική διαχείρισή του, που ήδη αναγνωρίζεται εύκολα στα ποιήματα των «Αντικλειδιών» και στα επόμενα, σχετίζεται άμεσα με την ταυτόχρονη μετάβασή του από το ποίημα – γεγονός, έστω και αν αυτό λειτουργεί μέσα σε μια συστοιχία άλλων ομοειδών ποιημάτων, στο ποίημα εκείνο όπου η δοκιμασία του δημιουργού της ποιητικής σύνθεσης αποτελεί την κυρίως υπόθεση του ποιήματος.
Το ποίημα είναι αφήγηση ενός προσώπου – δεν ενδιαφέρει αν ταυτίζεται ή όχι με τον ποιητή. Η αφήγηση δεν αφορά ένα συγκεκριμένο συμβάν, αλλά μια επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες διαδικασία απόπειρας να παραβιασθεί η ανοιχτή πόρτα της ποίησης. Το πρόσωπο που αφηγείται δεν εμφανίζεται στο ποίημα ως υποκείμενο ενός άμεσου πρώτου ρηματικού προσώπου. Τα όσα λέει διεκδικούν την εγκυρότητα  του αντικειμενικού, αυτού που αορίστως επαναλαμβανόμενο συμβαίνει και που περιγράφεται στο ποίημα από ένα πρόσωπο που διαθέτει μια συνολική εποπτεία στον χώρο – που είναι ο κόσμος – το σύμπαν – και στον χρόνο που είναι από τότε που υπάρχει ο κόσμος.
Αλλά  ας επιστρέψουμε στην αναζήτηση του κλειδιού. Το κλειδί είναι ένα – τα αντικλείδια πολλά, όμως. Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να δουν τα βάθος. Το βάθος είναι απροσπέλαστο; Αυτό σημαίνει ότι η ποίηση δεν μπορεί να κατακτηθεί ως ουσία; Ας θυμηθούμε την πλατωνική αντίληψη για το σπήλαιο.Μόλις βγουν οι ψυχές από αυτό και αντικρύσουν το φως της ιδέας, τυφλώνονται από τη λάμψη του. Στιγμιαία μόνο μπορούν να το κοιτάξουν.
Τα ποιήματα είναι αντικλείδια δεν είναι κλειδιά.Είναι αντικλείδια – για να ανοίξουμε την πόρτα, που είναι ανοιχτή όσο δεν θέλουμε να τη διαβούμε και που κλείνει, όταν θελήσουμε να την περάσουμε - . Αναζητούμε τη μαγεία της ποίησης και μόλις θελήσουμε να γίνουμε κοινωνοί της, η πόρτα κλείνει, όπως όταν πας σε μια πηγή να ξεδιψάσεις και εκείνη στερεύει, όπως σε ένα εφιάλτη – επομένως ο ποιητής είναι ένας εξόριστος από τον κόσμο της ποιητικής μαγείας. Ανήκει όμως σε αυτόν. Γι’ αυτό και η αγωνιώδης προσπάθεια να διαβεί την κλειστή της πόρτα. Επομένως η Ποίηση δεν είναι το σύνολο των ποιημάτων που γράφτηκαν από τότε που υπάρχει ο κάσμος. Είναι αυτό που ποτέ δεν ειπώθηκε και ούτε ποτέ πρόκειται να ειπωθεί.
Το ποίημα τελειώνει όπως άρχισε (κύκλος). Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Η πρόσκληση ανανεώνεται. Η περιπέτεια δεν έχει τέλος. Η πόρτα θα ξανακλείσει, αλλά θα παραμένει ανοιχτή. Αντίφαση λογική, όχι όμως ποιητική ούτε φιλοσοφική.  
Ο ποιητής παρότι ασχολείται με μι;α αφηρημένη έννοια όπως είναι η ποίηση, χρησιμοποιεί μια γλώσσα πολύ συγκεκριμένη, με λέξεις απλές και καθημερινές που αναφέρονται σε συγκεκριμένα αντικείμενα. Ο στίχος είναι ελεύθερος ενώ ο αφηγητής δεν παρουσιάζει μια εκτίμηση που προέρχεται από τις προσωπικές του απόπειρες αλλά δείχνει να γνωρίζει το αποτέλεσμα ως προσπάθεια όλων των ποιητών. Άρα έχει συνολική εποπτεία χώρου και χρόνου και λειτουργεί σαν «παντογνώστης αφηγητής»

Απαντήσεις στις ερωτήσεις του βιβλίου
 
 

1)      «Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα», αναφέρεται σ’ εκείνους που περνούν από την ανοιχτή πόρτα της ποίησης, αλλά κοιτώντας μέσα, δείχνουν μια αδιαφορία. Κοιτούν χωρίς να βλέπουν τίποτα γιατί λειτουργούν μηχανικά, χρησιμοποιώντας τα μάτια αλλά όχι και το νου. Να βλέπω χωρίς να κοιτάζω, φυσιολογικά δεν μπορεί να ισχύσει αφού πρέπει πρώτα να δείξουμε προσοχή σε κάτι για να το διακρίνουμε και μετά να βάλουμε σε ενέργεια το μυαλό μας. Αυτό το «βλέπω χωρίς να κοιτάζω» θα μπορούσε να  ισχύσει μόνο σε περιπτώσεις επίδρασης έντονων συναισθημάτων κατά τις οποίες ο άνθρωπος φτάνει σε οριακές ψυχικές καταστάσεις, και αυτές αφορούν τους ποιητές.
2)      Αυτό που παρακινεί τους μαγεμένους ποιητές να μπουν στην πόρτα της ποίησης είναι κάτι απροσδιόριστο και διαφορετικό για τον καθένα. Ο καθένας αντιλαμβάνεται διαφορετικά τη γοητεία της ποίησης: άλλος τη βλέπει ως διέξοδο από την πραγματικότητα, άλλος ως ψυχική λύτρωση, άλλος ως χώρα ευτυχίας, ελπίδας και αγάπης. Ο καθένας, επίσης, από εμάς μπορεί να  δει ένα όραμα ή ένα ελπιδοφόρο μήνυμα, ένα συναίσθημα μαγείας.
3)      Η πόρτα κλείνει για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος γιατί έτσι δοκιμάζονται για να αποδείξουν τη δύναμή τους να  διακρίνουν, να αντιλαμβάνονται και να εξηγούν στους άλλους, κάνοντας μια συνεχή προσπάθεια να γνωρίσουν τα μυστικά της ποίησης. Η ποίηση είναι ο μαγικός κόσμος που παραμένει άπιαστο όνειρο και δε θα αποκαλύψει ποτέ τα μυστικά του γιατί διαφορετικά θα χάσει τη γοητεία και την αξία του.
4)      Ομοιότητες ανάμεσα στο παραμύθι και στον ποιητικό μύθο: (α) υπάρχει μια κλειστή πόρτα που φυλάσσει έναν κλειστό χώρο ο οποίος περιέχει κάτι πολύτιμο (β) οι άνθρωποι  προσπαθούν να ανοίξουν την πόρτα για να γευτούν τους θησαυρούς.
Διαφορές ανάμεσα στο παραμύθι και στον ποιητικό μύθο: (α) στο παραμύθι ο θησαυρός που κρύβεται πίσω από την πόρτα είναι υλικός ενώ στον ποιητικό μύθο πνευματικός (β) στο παραμύθι υπάρχει μια μαγική λέξη η οποία ανοίγει την πόρτα ενώ στον ποιητικό μύθο δεν υπάρχει μαγικός τρόπος για να ανοίξει η πόρτα, παρά ο καθένας πλάθει το δικό του «αντικλείδι» για να προσπαθήσει, μάταια, να μπει (γ) στο παραμύθι οι άνθρωποι φτάνουν στους θησαυρούς ενώ στον ποιητικό μύθο ο θησαυρός είναι κάτι άπιαστο.
5)      Τα ποιήματα ορίζονται ως «μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης». Πρόκειται για τις προσπάθειες των ποιητών να πλησιάσουν το ποιητικό τους όραμα. Τα ποιήματα δεν ταυτίζονται με την Ποίηση, αφού η ποίηση είναι η πόρτα που δεν ανοίγει με τα αντικλείδια, έχει ένα μοναδικό κλειδί. Έτσι η ποίηση δεν είναι το σύνολο των ποιημάτων που έχουν γραφτεί, αλλά οτιδήποτε δεν έχει ειπωθεί και είναι αδύνατο να ειπωθεί.
6)      Το σχήμα του κύκλου χρησιμοποιείται για δύο λόγους: (α) Ο ποιητής στην αρχή χρησιμοποίησε τον εναρκτήριο του ποιήματος  στίχο ως μια δήλωση. Μετά την επεξεργασία που υπέστη ο στίχος αυτός μέσα από τον ποιητικό μύθο, καταλήγει στον τελευταίο, ίδιο με τον πρώτο, στίχο, ως διαπίστωση/συμπέρασμα. Άρα ο μύθος του ποιήματος επαληθεύει την αρχική δήλωση: «Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή» (β) Ο ποιητής δείχνει ότι όλη η ποιητική διαδικασία είναι συνεχόμενη, χωρίς να ολοκληρώνεται ποτέ αλλά ανανεώνεται. Η ποίηση είναι μια διαδικασία δίχως τέλος και κανείς δεν μπορεί να παραβιάσει την πόρτα. Όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αφού οι «ανοιχτές πόρτες» όπως η Ποίηση, δεν παραβιάζονται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου