Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Απόψεις για την Πολυδούρη

«(…) Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε που άφησε τον κόσμο τούτον η Μαρία Πολυδούρη. Λίγο πριν και λίγο μετά το θάνατό της έγινε λόγος για τα ποιήματά της, για την αρρώστια που τη θέρισε νεότατη, εικοσιπέντε μόλις χρόνων, για τη ζωή της τη γεμάτη πυρετική ανησυχία, δοκιμασία και έρωτα. (…) Έπειτα την πολυβασανισμένη ύπαρξή της και το πονεμένο της έργο τα σκέπασε η σιγή.Εκείνοι που τη γνώρισαν από κάπως κοντύτερα κι εκείνοι που γνώρισαν κάπως το έργο της, αυτοί βέβαια δεν τη λησμόνησαν. Για τη ζωή της, για το τι είδος άνθρωπος ήταν, δε θα είχα σχεδόν τίποτε να πω. Δεν έτυχε να πλησιάσω την Πολυδούρη, ούτε πριν αρρωστήσει, ούτε όταν στο «Σωτηρία» πρώτα και ύστερα σε μια κλινική της οδού Πατησίων, χάραζε με χέρι που το έκαιγε η θέρμη της αρρώστιας και η θέρμη του πάθους, τους τελευταίους της στίχους. Άκουσα όμως και διάβασα πολλά γι’ αυτήν.
Τα «πολλά» αυτά συνοψίζονται σε ένα κύριο και ουσιαστικό. Στους έρωτές της ή μάλλον στον έρωτά της με τον Καρυωτάκη, γιατί μόνο για τον έρωτα αυτόν έχουμε ( ως τώρα) γραπτές και θετικές μαρτυρίες, του ποιητή και της Πολυδούρη. Της Πολυδούρη το ποίημα «Σ’ ένα νέο που αυτοκτόνησε», που είναι κάτι περισσότερο από καθαρή νύξη· καθαρή μαρτυρία. Και του Καρυωτάκη γράμματα προς την ποιήτρια, λίγον καιρό, λίγες ίσως μέρες πριν από την αυτοκτονία του. Κατά τα άλλα, η ζωή της Πολυδούρη μπορεί να συνοψιστεί σε δυο τρία σημαντικά – σημαντικά όταν τα δεις από έξω – γεγονότα. Η υπαλληλική της θητεία μερικά χρόνια στη Νομαρχία Αθηνών, ένα ταξίδι στο Παρίσι, τρία χρόνια πριν από το θάνατό της, και η αρρώστια, γεγονός και εσωτερικά και εξωτερικά σημαντικό. Ολάκερο το δεύτερο βιβλίο της, το Ηχώ στο χάος, όπου βρίσκονται τα πιο πονεμένα και πιο ξεχειλισμένα από ερωτικό πάθος ποιήματά της, το έγραψε στο «Σωτηρία». Είχε ακόμα δυνάμεις. Και πώς τις σπαταλούσε! Όχι μόνο ξαναμπαίνοντας ολάκερη, καθώς έγραφε τα ποιήματά της, στο καμίνι του έρωτα, αλλά και με χίλιους άλλους τρόπους. Ασφαλώς θα είχε καταλάβει, με το σίγουρο προαίσθημα μερικών αρρώστων, ότι ήτανε ανέκκλητη η καταδίκη της, και νευρικά, πυρετικά, βιαζόταν να πιει τις τελευαταίες στάλες που έμεναν γι’ αυτήν στο κύπελλο της ζωής. Αργότερα, στην κλινική «Καρυοφύλλη», είχε καταθέσει πια τα όπλα, όλες οι δυνάμεις της την είχαν εγκαταλείψει. Δε σάλευε, δε μιλούσε. Μόνον κάπου – κάπου ανοιγόκλειναν τα ωραία μεγάλα της μάτια που είχαν ακουμπήσει τόσο λαίμαργα αλλά και τόσο λίγο καιρό σε όλες τις ομορφιές της ζωής.
Η ποίηση της Πολυδούρη δεν πρέπει να κριθεί με αυστηρά καλλιτεχνικά μέτρα. Δεν είναι καρπός μιας υποταγής επίμονης, χωρίς καμιά παρέκκλιση, σχεδόν θρησκευτικής, στο νόημα της τέχνης, η μετουσίωση σε αυτοδύναμο σώμα αισθητικό της ζωικής εμπειρίας. Είναι ανάβρυσμα της στιγμής, με τα καλλιτεχνικά μέσα που δίνει η στιγμή στην ποιήτρια, του αισθήματος που την κατακλύζει. Πραγματικά, υπάρχουν πολλά γνωρίσματα του αυτοσχεδιασμού στα ποιήματα της Πολυδούρη· πεζολογίες, κοινοτοπίες, ατημελησίες, περισσολογίες. Άγρυπνη συνείδηση καλλιτεχνική δεν εποπτεύει τη δημιουργία της. Συχνά όμως στη φράση της, στη λέξη της διοχετεύει το πάθος που δονεί την ψυχή της και αυτή η ζέστα του πάθους, του γυμνού αμετουσίωτου, είναι το στοιχείο που μας θερμαίνει κι εμάς:
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου (…)
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Ο τελευταίος στίχος θα μπορούσε να είναι της Ντεμπόρντ Βαλμόρ, άλλης – μεγάλης – ερωτόπαθης ποιήτριας, από τέτοια πλησμονή του πάθους ξεχειλίζει. Δεν πρέπει να λησμονούμε άλλωστε ότι τους πιο παθητικούς, τους πιο φλογερούς στίχους της τους έγραψε άρρωστη η Πολυδούρη, στους στερνούς μήνες της ζωής της και ότι η θέρμη της αρρώστιας, όπως τόσο συχνά συμβαίνει, πολλαπλασιάζει τον οίστρο του πάθους. Αλλιώς αντικρύζει τ’ αγαθά της ζωής και ένα από τα πιο μεγάλα, τον έρωτα, ένας που δεν έχει κανένα λόγο να πιστεύει ότι δε θα ζήσει ακόμα, κι εκείνος που αισθάνεται ότι είναι μετρημένες οι μέρες του.
 (…) Ομορφιά της ζωής, πόνος. Ανάμνηση του έρωτα, πάλι πόνος. Τους συσχετισμούς αυτούς, που γεννιούνται αυτόματα στην ψυχή τής θανάσιμα τραυματισμένης ποιήτριας, τους βλέπουμε να γεννιούνται με τον ίδιο αυτοματισμό και στην ποίησή της. (…) Τον έρωτα που δεν τον χάρηκε όσο θα το ‘θελε διαρκώς αναπολεί, νοσταλγεί, ονειρεύεται. Και ο έρωτας είναι πάντα σχεδόν ανακατεμένος με τ’ όραμα ενός νεκρού (…) Η ποίηση της Πολυδούρη σκιρτά απ’ τη λαχτάρα και από τη μέθη της ζωής. Και μόνο στο τέλος τρεκλίζει από τον πόνο».

"Τα αισθήματα επίσης είναι γνωστά, μάλλον ένα και μόνο αίσθημα: ο έρωτας και μάλιστα ο πιο γνήσια γυναικείος αισθηματικός έρωτας με τις αποχρώσεις της μελαγχολίας, νοσταλγίας, περιπάθειας, τρυφερότητας, θανάσιμης απελπισίας (…) Ο έρωτας από αισθηματική πληρότητα ξεπερνάει τον ίδιο το χώρο του αισθηματισμού και γίνεται δύναμη, που μεταμορφώνει την ύπαρξη, μέσα στο λαμπρό φως μιας μυστικής γέννησης" … Συνήθως η αυθορμησία είναι το έδαφος της πρώτης ύλης, που έρχεται άμεσα από την ψυχή μαζί με τη φωνή, η ίδια φυσική φωνή ως φορέας συναισθημάτων. Χρειάζεται πάντα και κάτι άλλο για να γίνει ποίηση αυτή η πρώτη ύλη. Χρειάζεται τέχνη, που θα μετουσιώσει την ύλη σε μουσική, αφού την απαλλάξει από το βάρος της ζωτικής ανάγκης, που την κρατεί στο επίπεδο των συναισθηματικών εκκενώσεων. Και όμως η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη μοιάζει να' ναι ευθύς αμέσως έτοιμη, χωρίς να 'χει ανάγκη να υποστεί αυτή την αλλοίωση και διαμόρφωση, σάμπως ο παράγων Τέχνη να 'ναι σύμφυτος με την ύλη και βγαίνει μαζί της με τη φωνή. Κινδυνεύει να μην είναι αποτέλεσμα από τη διαμορφωτική ενέργεια του πνεύματος, αλλά κατάσταση ψυχής."
 "Το βλέπει κανείς πως η ποίηση αυτή είναι σκέτη, απλή ομιλία και εξομολόγηση"  (Γιώργος Θέμελης)

 "Είναι λυρική και όχι μόνον υπό την γραμματολογικήν έννοιαν" … Η ποιητική γλώσσα και η ομοιοκαταληξία της Πολυδούρη ως και η στιχουργία αυτής, παρ' όλην την ποικιλίαν των ευχερώς χρησιμοποιηθέντων ρυθμών, από της οποίας μετέστη, τέλος εις τον ελεύθερον στίχον, χαρακτηρίζεται υπό φυσικότητος. … Η ποιητική έκφραση είναι γι’ αυτήν ζωτική ανάγκη, γιατί λειτουργεί σαν πράξη λύτρωσης από τα πάθη της, σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την ψυχική της ηρεμία. Μπροστά σ’ αυτή την επιτακτική ανάγκη έκφρασης, τα ζητήματα τεχνικής περνούν σε δεύτερη μοίρα. Αδυνατεί και, κυρίως, αδιαφορεί να υποτάξει το χειμαρρώδη λυρισμό της σε συμμετρικά σχήματα"
( Τέλλος Άγρας)
 
 "(…) η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι το δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται μάλιστα στην περίπτωσή της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον είχε κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά "στου έρωτα την άγρια καταιγίδα να ιδεί να μετρηθούν γι' αυτήν θάνατος και ζωή"… Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορρομαντικής σχολής το βιωματικό στοιχείο - τόσο κυριαρχικό σε όλους τους - ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι' αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ' ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος.
( Κώστας Στεργιόπουλος)

 Η λυτρωτική λειτουργία της ποίησης βοηθά την Πολυδούρη να βρει διέξοδο στο εκρηκτικό πάθος της, που εκδηλώνεται σε δύο άξονες, τον έρωτα και το θάνατο. Η ρομαντική της φύση την κάνει να αντιφάσκει, να αιωρείται ανάμεσα στη δίψα της για τον έρωτα και την ένταση της ζωής και νοσηρό, τραγικό προαίσθημα του θανάτου. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για αντίφαση, η μεταφυσική βεβαιότητα ότι ο θάνατος πλησιάζει επιταχύνει και εντατικοποιεί τους ρυθμούς της ζωής, ώστε να ικανοποιηθεί η άπληστη ανάγκη για έρωτα … Ο συνηθισμένος τύπος λογοτέχνη είναι αυτός που ζει για να γράφει. Εκείνος, δηλαδή, για τον οποίο τα ίδια τα πάθη αποκτούν αξία μόνο απ' τη στιγμή που θα βρουν καλλιτεχνική έκφραση. Η Πολυδούρη όμως ζει για να ζήσει. Κι όταν χαράζει στο χαρτί τους στίχους της, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη, αλλά στην ίδια τη δική της ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειό της διέξοδο (Γ. Χατζίνης).


Τα ποιήματά της παρουσιάζουν μια εικόνα ατημελησίας. Φθαρμένα υλικά, κοινότοπες εικόνες, κοινόχρηστες λέξεις, φλύαροι πλατειασμοί, αισθηματολογία, μελοδραματισμός, ελλιπής γλωσσική και στιχουργική επεξεργασία, τετριμμένη θεματολογία. Αυτό που διασώζει την ποίησή της είναι η γνησιότητα του πάθους της, που οδηγεί κάποιες φορές σε δραματικές κορυφώσεις ανεπανάληπτες, και η μουσικότητα του στίχου που αποδίδει τις συναισθηματικές μεταπτώσεις. Είναι η βάση της κατά τ ’άλλα ορμεμφυτικής και ανοργάνωτης ποιητικής της
(Κ. Στεργιόπουλος).

 Η Μαρία Πολυδούρη υπήρξε γνήσιο παιδί των ιστορικών και αισθητικών παραμέτρων της εποχής της. Η στενή σχέση αλληλεπίδρασης, έως και ταύτισης, ζωής και έργου είναι θεμελιώδης αρχή των νεορομαντικών. Η σύνδεση ζωής και έργου κατά τη διαδικασία της ποιητικής σύνθεσης ήταν αυτονόητη για την Πολυδούρη. (elogos.gr)

 Οι στίχοι της είν' ατημέλητοι και τους διακρίνει μελαγχολία, ρέμβη και διάθεση για φυγή. ( Έλλη Αλεξίου)

Δυο βιβλία που περιέχουν περισσότερο θάνατο από σελίδες... Έτσι όπως μας έρχονται από την ολοκληρωτική της νύχτα, έχουν την υποβλητικότητα ενός μεγάλου θρήνου... ( Ουράνης)
                                  
                                                             (Κλέων Παράσχος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου